Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΚΑΝΑΡΗ


ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΚΑΝΑΡΗ

Δημήτρης Τουτουντζής 

Μετά την καταστροφή των Ψαρών από τους Τούρκους, ο Κανάρης συναντήθηκε με τον πατριώτη του Νικόδημο στην Αίγινα και σε μια συνομιλία και την οποίαν αναφέρει ο Νικόδημος, του λέει: Θυμάσαι Νικόδημε, πως όταν είμαστε στα Ψαρά λογαριάζαμε, όταν θα ερχόταν το δάνειο, να φτιάξουμε πολλά μπουρλότα και να κάνουμε με αυτά κανένα παράτολμο κίνημα; Το είχα πάντα στο νου μου και όταν βούλιαξε στη Νιό εκείνο το σάπιο πλεούμενο που μου δώσανε και βρισκόμουνα στις Σπέτσες, ήρθε ο ναύαρχος Χάμιλτον. Ανέβηκα στη φρεγάτα του να τον δω και κουβεντιάζοντας τον ρώτησα: «Αν οι Ψαριανοί βάζανε σε πράξη το σκοπό που είχανε προτού χαθεί το νησί τους, να μπούνε στο λιμάνι της Πόλης με μπουρλότα να κάψουν την τούρκικη αρμάδα, οι
Ευρωπαίοι θα μας βλάφτανε;». «Και βέβαια», μ’ αποκρίθηκε, «γιατί και εσείς θα βλάφτατε τα συμφέροντά τους». Τον ρώτησα τότε αν αυτό μπορεί να γίνει στην Αλεξάνδρεια. Ο Χάμιλτον δε φάνηκε να εναντιώνεται, μου είπε όμως πως επειδή δεν υπάρχουν πια τα Ψαρά για να ετοιμάσουν την εκστρατεία, θα χρειαστεί να μιλήσει με το Λάζαρο Κουντουριώτη. Έφυγε για την Ύδρα, κουβέντιασε μαζί του και το αποφάσισαν. Με φώναξαν τότε από τις Σπέτσες στην Ύδρα, αγοράσανε το καράβι του συμπατριώτη μας Κωνσταντή Χατζηαγγελή, που το μετέτρεψα σε μπουρλότο.

    Όσο βρισκόταν στην Ύδρα ο Κανάρης και ετοιμαζόταν, είχε για συγκάτοικό του τον Ψαριανό Δημήτρη Καβήλια. Κάποια νύχτα, καθώς μας ιστορεί πάλι ο Νικόδημος, τον ξυπνάει και του λέει: Ξύπνα, μωρέ Δημήτρη!

    -Τι τρέχει, βρε Κωνσταντή:

    -Να, είδα ένα όνειρο και θέλω να μου εξηγήσεις.

    Ο Καβήλιας βυθισμένος στον ύπνο τον παρακάλαγε να τον αφήσει ήσυχο, μη μπορώντας όμως να αποφύγει την επιμονή του Κανάρη, σηκώθηκε να τον ακούσει.

    «Είδα πως ήμουνα στα Παρασάμια (στη Συρία), σε μεγάλο κάμπο καταπράσινο από γεννήματα και χορτάρι. Καταμεσής στον κάμπο καστροπολιτεία, που σ’ αυτή φάνταζε μεγαλόπρεπο σεράγι. Διαβαίνοντας μέσα από τα γεννήματα με πιάσανε οι Τούρκοι, με πέρασαν από την πορτάρα της πολιτείας και αφού με γύρισαν παντού με φέρανε στο σεράγι και με οδήγησαν μπροστά στο Βαλή. Ήταν ένας άντρας καμαρωτός με μακριά γένια, που φόραγε πλούσια γεμάτη χρυσάφια ανατολίτικη φορεσιά. Ολόγυρά του στέκονταν οι αξιωματούχοι του, με μακριά και αυτοί γένια και ολόχρυσα ρούχα. Αφού με κοίταξε ο Βαλής, άρχισε να μου μιλά. Δεν πρόλαβα όμως να ακούσω τι μου είπε, γιατί από την ταραχή μου ξύπνησα. Τι λες, μωρέ Καβήλια, τι σημαίνει αυτό το όνειρο που είδα;»

    Ποια εξήγηση έδωσε ο Καβήλιας, δε μας λέει ο Νικόδημος. Ο Σπηλιάδης όμως μας δίνει μια εξήγηση με τα γραφτά του: «Ο Κανάρης, ακόμη και καθεύδων, βλέπει ότι πυρπολεί τους εχθρικούς στόλους, διότι και νύκταν και ημέραν άλλο τι δεν φαντάζεται ειμή τον εμπρισμόν του αιγυπτιακού».

    Ας εξηγήσουμε όμως γιατί ο Χάμιλτον είπε στον Κανάρη ότι με τον εμπρησμό του στόλου στην Πόλη θα είχαν αντίθετους τους Ευρωπαίους, ενώ για την Αλεξάνδρεια φάνηκε πρόθυμος ακόμα και να μας βοηθήσει.

    Η Αγγλία, η Γαλλία και η Αυστρία στήριζαν την Τουρκία γιατί την ήθελαν φραγμό στην κάθοδο της Ρωσίας στο Αιγαίο. Σε αυτό ήσαν σύμφωνες. Ανάμεσά τους όμως και

ειδικά μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, παιζόταν ένα θανάσιμο παιγνίδι στη Μεσόγειο και ιδιαίτερα στην Ανατολική. Ο Χάμιλτον σαν Άγγλος με τις οδηγίες που είχε ήθελε να αδυνατήσει την ισχύ του Μωχάμετ Άλη. Γι’ αυτό όχι μόνο δεν εναντιώθηκε στο κίνημα που του έλεγε πως θα έκανε ο Κανάρης, αφού έμμεσα χτυπιόταν η προσπάθεια της Γαλλίας να υπερισχύσει στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά ανάλαβε να συζητήσει το θέμα με τους Υδραίους και ότι συμφωνούσε με την εκστρατεία.

    Ο Αντώνιος Μιαούλης, στο έργο του «Απομνημονεύματα αγωνιστών του 21», γράφει ότι ο Λάζαρος Κουντουριώτης  , έλαβε γράμμα από ξένο πράκτορα στην Αλεξάνδρεια που του έγραφε ότι ο Αιγυπτιακός στόλος επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια αποτελούμενος από τέσσερις φρεγάτες, πέντε κορβέτες, είκοσι πέντε μπρίκια και επτά φορτηγά για να επισκευαστούν και να φύγει πάλι με δέκα χιλιάδες τακτικού στρατού για την Πελοπόννησο. Εκτός από αυτά τα πλοία βρίσκονται εκεί και άλλες τέσσερις φρεγάτες  και επτά μπρίκια και τους προέτρεπε να στείλουν τρία ή τέσσερα πυρπολικά να τα κάψουν όλα μέσα στο λιμάνι. Έδινε ακόμη οδηγίες, τα πυρπολικά να μπουν στο λιμάνι λίγο πριν τη δύση του ήλιου και αν έλθει πιλότος να βάλει τα καράβια στο λιμάνι να τον συλλάβουν.

    Ο Κουντουριώτης, έχοντας και την έγκριση του Χάμιλτον, φώναξε τον Αντώνη Κριεζή, που ήταν ένας από τους καλύτερους Υδραίους θαλασσινούς του Εικοσιένα. Αφού του είπε πως ο μόνος τρόπος σωτηρίας ήταν να κάψουν την αρμάδα του Μωχάμετ Άλη μέσα στην Αλεξάνδρεια, για να μην μεταφέρει στρατεύματα και εφόδια στο Μωριά, τον ρώτησε αν συμφωνεί να πάρει μέρος στην επιχείρηση.

     -Εκτός από το δικό σου καράβι, του λέει, θα είναι και το μπρίκι του Γιάννη Λαλεχού και τρεις μπουρλοτιέρηδες όποιους εσύ διαλέξεις.

    Ο Κριεζής δέχτηκε και προτίμησε για μπουρλοτιέρηδες τον Αντώνη Θεοφάνη Βώκο, τον Μανώλη Μπούτη και τον Γιώργο Πολίτη. Οι πρόκριτοι όμως και στενοί του φίλοι Βασίλης Μπουντούρης και Δημήτρης Τσαμαδός τον συμβούλεψαν να μην πάρει το μπρίκι του Λαλεχού, αλλά την κορβέτα του Μανώλη Τομπάζη «Θεμιστοκλής» των 18 κανονιών που καπετάνιος ήταν ο Αντώνης Ραφαλιάς. Ο Κριεζής όχι μόνο βρήκε σωστή την γνώμη τους, αλλά ζήτησε να έρθει ο ίδιος ο Τομπάζης, που σαν πιο παλιός και επίσημος ναυτικός να γίνει και ο αρχηγός. Ο Τομπάζης όμως γύρεψε στη θέση ενός από τους τρεις Υδραίους μπουρλοτιέρηδες να μπει ο Κανάρης. Αιτία σε αυτή την απόφασή του στάθηκε όχι μόνο η υπόληψη που του είχε, αλλά και γιατί, όπως βεβαιώνει ο Μαυροκορδάτος, ο Κανάρης παρακίνησε πολλές φορές τον Τομπάζη να δοκιμάσουνε να κάψουν την αρμάδα στην Αλεξάνδρεια και τώρα, αν τον λησμονούσε, θα ήταν σαν να ακολούθησε την ιδέα του και τον γέλασε. Βγάλανε λοιπόν τον Πολίτη, σαν πιο νέο. Και φώναξαν από τις Σπέτσες τον Κανάρη στην Ύδρα να ετοιμαστεί. Όταν μαθεύτηκε πως παραμέρισαν Υδραίο για να βάλουν Ψαριανό, κάτι θερμόαιμοι Υδραίοι θέλησαν να τιμωρήσουν τον αίτιο μιας τέτοιας προσβολής στο νησί τους. Έστησαν καρτέρι και ένα βράδυ που ο Μανώλης Τομπάζης γύριζε στο σπίτι του, τον πυροβόλησαν δίχως όμως να τον πετύχουν. Οι τρύπες από τα βόλια φαίνονταν στην εξώπορτα για αρκετά χρόνια.

    Από όσα αναφέραμε γίνεται φανερό πως η ιδέα της επιχείρησης ήταν του Κανάρη και του πράκτορά μας στην Αλεξάνδρεια και η απόφαση του Λάζαρου Κουντουριώτη.

    Στις 12 Ιουλίου 1825, σήκωσαν πανιά ο «Θεμιστοκλής» του Τομπάζη, ο «Επαμεινώνδας» του Κριεζή και τα τρία μπουρλότα του Κανάρη, του Βώκου και του Μπούτη και αγκυροβόλησαν απέναντι από την Ύδρα στο Μετόχι για να παραλάβουν κάτι ναύτες που καθυστέρησαν να μπαρκάρουν. (Μήπως αυτοί ήσαν από την περιοχή της

Ερμιόνης και του Κρανιδίου;)

    Το άλλο πρωί μπαρκάρισαν και οι υπόλοιποι ναυτικοί και τότε ο Τομπάζης προσκάλεσε τους καπεταναίους των μπουρλότων να έρθουν στο πλοίο του. Τους έδωσε  τα αναγκαία εξηγητικά βιβλία των σινιάλων καθώς κει μερικές σημαίες για κάθε ένα πυρπολικό, όπως γράφει στο ημερολόγιο του «Θεμιστοκλή». Αυτό το ημερολόγιο το κρατούσε ο γραμματέας του Τομπάζη, ο Σμυρνιός Γιώργης Σκούφος, παλικαράκι τότε είκοσι δύο χρονών που μεταγενέστερα, όταν αποχτήσαμε την ελευθερία έγινε δήμαρχος της Αθήνας.

    Την ίδια εκείνη ημέρα, κατά τις 3 το απόγευμα, φάνηκε μια αυστριακή φρεγάτα μαζί με μια κορβέτα και δύο μπρίκια. Ξέροντας πόση ήταν η αγάπη τους για μας, που αν μπορούσαν θα κατέστρεφαν ολόκληρο τον στόλο μας και για να προλάβουμε ώστε να μη συμβεί κανένα εμπόδιο από μέρους τους διατάχθηκε να κάνουν πανιά τα πλοία μας.

    Στην αρχή ο καιρός ήταν μπουνάτσα και αργοπλέοντας, σε δύο ημέρες βρίσκονταν ανάμεσα Ύδρα και Μήλο. Άρχισε κάπως να φυσάει και καθώς τα μπουρλότα του Βώκου και του Μπούτη ήταν δυσκίνητα, ο «Θεμιστοκλής» και ο «Επαμεινώνδας» τα δέσανε με πρυμάτσες και τα ρυμουλκούσαν. Πιο γρήγορο από όλα ήταν η ωραία νάβα του Τομπάζη και αναγκάστηκε να μειώσει την ιστιοφορία της για να την προλαβαίνουν τα άλλα.

    Στις 26 Ιουνίου, ξημερώθηκαν ανοιχτά από τη Σαντορίνη ως δέκα μίλια ανατολικά. Έστειλαν όλες τις βάρκες στο νησί να προμηθευτούν νερό, αλλά λίγο πήρανε γιατί εκείνο που βρήκαν δεν ήταν πόσιμο αλλά γεμάτο αλμύρα. Κατά τις 6 το απόγευμα φάνηκε ένας μαρτίγος (είδος μικρότερου πλοίου) και έδωσαν εντολή στον Κανάρη να τον ελέγξει. Ήταν αυστριακός και πήγαινε στη Σπιναλόγκα δίχως να ξέρει καμιά είδηση.

    Στις 10 το βράδυ πέρασαν έξω από την Κάσο και έριξαν τη μπαρκέτα (δρομόμετρο), να μετράνε την ταχύτητα για να έχουν στίγμα από αναμέτρηση σημαδεύοντας το χάρτη ώστε να ξέρουν πότε θα πλησιάσουν στην Αλεξάνδρεια. Όλη τη νύχτα φύσαγε μαΐστρος. Την άλλη ημέρα ακολούθησαν την ίδια πορεία που είχαν βάλει και με την αναμέτρηση βρήκαν πως μπήκανε στο πέλαγος της Αλεξάνδρειας. Το μεσημέρι στο «Θεμιστοκλή» με μέτρηση της μεσημβρινής διάβασης του Ήλιου που έκαναν με την Μπαλέστρα (οκτάντας, πρόγονος του Εξάντα) παρατήρησαν το ύψος του Ήλιου και βρήκαν το μεσημβρινό πλάτος 33ο και 29΄ και το μήκος 34ο και 55΄ από το μεσημβρινό του Κάδιξ. Σήμερα το μετράνε από το μεσημβρινό του Γκρήνουιτς.

    Κάνανε τότε σινιάλο στα άλλα καράβια να αλλάξου κάπως πορεία και να κρατάνε όστρια-σιρόκο (νότια-νοτιοανατολικά). Κατά τις 3.30 το πρωί υπολόγιζαν πως έπρεπε να είναι 45 μίλια από την Αλεξάνδρεια, ξεχωρίζουν ανέλπιστα το Αράπ Κουλέ, τον παλιό πύργο των Αράβων που βρίσκεται κοντά στον κόλπο του Αμπουκίρ. Αυτό το λάθος πρέπει να έγινε «ως ελλιπές το μινούτον της μπαρκέτας» (μικρό σφάλμα του δρομόμετρου), όπως γράφει το ημερολόγιο του «Θεμιστοκλή». Αμέσως αλλάζουν πορεία κατά το μαΐστρο (βορειοδυτικά), για να μη γίνουν αντιληπτοί στην Αλεξάνδρεια.

    Στις 29 λοιπόν Ιουλίου, ημέρα Τετάρτη και ώρα 7 το πρωί κάλεσαν στο «Θεμιστοκλή» τον καπετάν Κριεζή και τους τρεις μπουρλοτιέρηδες. Αποφασίζουν να τραβήξουν μαζί και τα τρία μπουρλότα στην είσοδο του λιμανιού και εκεί να ανεβάσουν σινιάλο στο πλωριό κατάρτι πως έχουν τάχα ανάγκη πιλότο. Στο σημείο αυτό ας δούμε τι γράφει το ημερολόγιο του «Θεμιστοκλή»:

    «Αφού έμβωσιν εις τον λιμένα να παρατηρήσωσι που είναι ο εχθρικός στόλος σωρηδόν αραγμένος και ομού και τα τρία πυρπολικά, να μεταδώσωσι το πυρ, προσέχοντες το μέρος εκείνο του λιμένος όπου είναι τα ευρωπαϊκά φορτηγά πλοία να μη  

πειραχθώσι και βλαφθώσι και αφού εκτελέσωσιν, εάν ο Θεός θέλη, τον ιερόν σκοπόν τους και ημείς θα ίδωμεν το πυρ, θέλει διευθυνθώμεν να λάβωμεν τους πυρπολιτάς κάμνοντες ψευδοφωτίας δια να μας γνωρίσωσιν. Αφού λοιπόν άπαντες οι πυρπολιταί, με ελληνικήν γενναιότητα, απεφάσισαν την όσην εκ μέρους των δυνατήν προσπάθειαν και ωρκίσθησαν να μη γυρίσωσιν αν τον εχθρόν της πατρίδος δεν βλάψωσιν, εμίσευσαν εις τα πυρπολικά των, δια να ετοιμάσωσι τα αναγκαία».

    Κατεβαίνοντας ο Κανάρης από το πλοίο του Τομπάζη πήρε μαζί του ένα ναύτη, Κυριάκο τον έλεγαν και ήταν από τη Σάμο, που γνώριζε καλά το λιμάνι της Αλεξάνδρειας.

    Από εκείνη τη στιγμή χωρίστηκαν τα δύο καράβια μας από τα μπουρλότα. Τα πρώτα άλλαξαν πορεία κατά το Αράπ Κουλέ και τα δεύτερα τράβηξαν για το λιμάνι, ανεβάζοντας ξένες σημαίες για να ξεγελάσουν τον πιλότο. Ο Κανάρης ρωσική, ο Βώκος εγγλέζικη και ο Μπούτης αυστριακή.

    Η καλύτερη ώρα για να μπει ένα πλοίο στο λιμάνι κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο με τα μελτέμια, είναι το πρωί μέχρι λίγο μετά το μεσημέρι. Από εκεί και πέρα, μέχρι να δύσει ο ήλιος, κόβεται το μελτέμι και αρχίζει να φυσάει στεριανός αέρας που έρχεται από την έρημο.

    Εκείνη την ημέρα στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας βρίσκονταν φουνταρισμένα εξήντα πολεμικά καράβια του Μωχάμετ Άλη, ένα γαλλικό μπρίκι, το «Abeille»,και εκατό πενήντα ευρωπαϊκά φορτηγά, που από αυτά τα είκοσι πέντε ήταν γαλλικά και φόρτωναν μπαμπάκι για τη Μασσαλία.

    Όταν τα μπουρλότα μας ξεκίνησαν για το λιμάνι, ο Κανάρης έπλεε μπροστά επειδή το πλοίο του ήταν πιο γρήγορο από τα άλλα. Κατά το μεσημέρι πλησίασε στην είσοδο του λιμανιού και για να δώσει χρόνο να τον προλάβουν τα δύο άλλα, χαμηλώνει το δεύτερο πανί του μεγάλου άλμπουρου, αλλά βλέπει τα άλλα δύο αντί να δυναμώσουν τα πανιά να τον φτάσουν, χαμηλώνουν και αυτά, τα ίδια πανιά. Αποφασίζει τότε να αλλάξει πορεία για να τους πλησιάσει. Και τότε τι να δει;

    -Αυτοί, καθώς διηγήθηκε ο ίδιος στο Νικόδημο, βλέποντας να πηγαίνω καταπάνω τους, δυνάμωσαν τα πανιά τους και απομακρύνθηκαν κατά το πέλαγος.

   Γυρίζει τότε ο Κανάρης και ξαναφτάνει μπροστά στην είσοδο του λιμανιού. Στέκεται πάλι και περιμένει. Η ώρα περνά. Κάνει να τα πλησιάσει πάλι, και αυτά πάλι απομακρύνονται. Ανάμεσα στο πλήρωμα του Κανάρη ήταν και δύο Υδραίοι.

    -Καπετάν Κωνσταντή, του λένε, άδικα προσπαθείς, αυτοί δε μπαίνουν στο λιμάνι.

    -Που το ξέρετε, μωρέ;

    -Μας το είπαν όταν είμαστε πάνω στο πλοίο του Τομπάζη.

    Παίρνει τότε την απόφαση να μπει μόνος του, καθώς μάλιστα είδε να έρχεται και η βάρκα με τον πιλότο. Η ώρα ήταν 4 το απόγευμα. Ο πιλότος βλέποντας στο άλμπουρο τη ρωσική σημαία, πλησιάζει ανυποψίαστος το μπουρλότο μας. Του ρίχνουν σκοινί, πλευρίζει, πιάνεται από την ανεμόσκαλα που του κρέμασαν και ξένοιαστος αρχίζει να ανεβαίνει. Αλλά καθώς έφτασε στην κουπαστή και ετοιμαζόταν να την ανέβει, βλέπει τις ανοιχτές μπουκαπόρτες και γίνεται ωχρός σαν πεθαμένος.

    -Εχθροί! Φωνάζει.

    -Πιάστε τον! Προστάζει ο Κανάρης.

    Τον αρπάζουν οι ναύτες μας και σηκωτό τον φέρνουν στο κατάστρωμα. Αφήνουν και το σκοινί της βάρκας, καθώς το πλήρωμά της δεν μπορούσε πια να προλάβει να δώσει συναγερμό.

    Με πρύμα τον αέρα και όλα τα πανιά γεμάτα μπαίνει το μπουρλότο μας στο λιμάνι. Στο βάθος ξεχωρίζουν δάσος τα κατάρτια της αρμάδας. Αλλά ώσπου να φτάσει ως εκεί ήθελε πολύ δρόμο ακόμα.

    Διαλέγει ο Κανάρης να ριχτεί σε μια από τις πέντε φρεγάτες τις αραγμένες στη σειρά. Αλλά φαίνεται η βάρκα του λιμεναρχείου που ερχόταν να επιθεωρήσει το καράβι που μπήκε στο λιμάνι. Ο Κανάρης δεν κοίταξε να του ξεφύγει. Έδειξε, αντίθετα, μεγάλη προθυμία να τον διευκολύνει να ανεβεί στο πλοίο. Έβαλε τον πιο ικανό ναύτη να ρίξει το σχοινί με τέτοιον όμως τρόπο, ώστε να φανεί πως από λάθος και παρ’ ολίγο να μην το πιάσουν από τη βάρκα. Με την ορμή που είχε το μπουρλότο μας τους προσπέρασε, η βάρκα έμεινε πίσω, και ο επικεφαλής, καθώς δεν υποψιάστηκε τίποτα, τα έβαλε με το πλήρωμά του για την ατζαμοσύνη τους.  

    Όλα ως εκείνη την ώρα πήγαιναν καλά. Και ο πιλότος και ο επί κεφαλής της βάρκας ξεγελάστηκαν και το μελτέμι δεν έδειχνε, αν και η ώρα ήταν περασμένη, πως θα κοβόταν. Δεκαπέντε με είκοσι λεπτά να κρατούσε ακόμα και όλα φανέρωναν πως σε λίγο θα γραφόταν το μεγαλύτερο ναυτικό κατόρθωμα της ιστορίας, ένα παλιοκάραβο να κάψει ολόκληρο στόλο.

    Κατά τις 5 το απόγευμα το μπουρλότο μας έφτασε κάτω από το παλάτι. Ο Κανάρης, με την ατσαλένια ψυχραιμία του, πλησιάζει να κολλήσει στην καπιτάνα. Ο ναύτες μας κρατάνε τα τσιγκέλια και ο τιμονιέρης ψάχνει σε ποια από τις ανοιχτές μπουκαπόρτες της φρεγάτας θα χώσει το μπαστούνι της πλώρης. Και να, όταν όλα πλησίαζαν στο τέλος, το μελτέμι κόπηκε σαν από μαχαίρι. Λασκάρουν τα πανιά του μπουρλότου για να ξαναγεμίσουν σε λίγο με αντίθετο άνεμο, καθώς άρχισε να σηκώνεται από τη στεριά. Ο Κανάρης προσπαθεί να μανουβράρει για να πλησιάσει τις φρεγάτες. Αλλά την πρώτη ατυχία την ακολουθεί μια άλλη. Καλμάρει και ο στεριανός άνεμος και απλώνεται μπουνάτσα. Μονάχα κάπου-κάπου φυσάει ανάλαφρος κομματιαστός αέρας παρασέρνοντας πότε εδώ πότε εκεί το μπουρλότο μας.

    Όπως προαναφέραμε, στο λιμάνι ήταν εκείνη την ημέρα φουνταρισμένο και ένα

Γαλλικό μπρίκι, η «Abeille» που θα πει «Μέλισσα». Ο καπετάνιος του, πλοίαρχος Αργκούς, βρισκόταν μαζί με το επιτελείο του στην ξηρά καλεσμένοι σε τραπέζι από τον πρόξενο της Γαλλίας Drovetti. Πάνω στο πλοίο είχε απομείνει αξιωματικός υπηρεσίας ο ανθυποπλοίαρχος Arbisson. Από την πρώτη στιγμή που φάνηκε το μπουρλότο μας το παρακολούθησε μα το κανοκιάλι στο μάτι και δεν άργησε να βγάλει το συμπέρασμα πως ήταν ύποπτο καράβι.

    Ώρα 5 και 30΄. Ο Arbuisson προστάζει να σημάνουν πολεμικό συναγερμό. Ως εκείνη την ώρα οι εχθροί δεν είχαν υποψιαστεί τίποτα. Κοιτάζοντάς το μάλιστα να λοξοδρομεί με ενάντιο άνεμο φώναζαν στους βαρκάρηδες να τραβήξουν τις βάρκες για να του κάνουν χώρο να περάσει. Ο συναγερμός όμως του Γάλλου τους έκανε τέλος να ξυπνήσουν και να αρματώσουν με μεγάλη βία κάμποσες φελούκες ώσπου να βεβαιωθούν τη πλεούμενο ήταν αυτό με τη ρωσική σημαία.

    Ώρα 5 και 45΄. Ο Κανάρης βλέποντας από τη μια πως δεν μπορούσε πια να οδηγήσει το μπουρλότο του και από την άλλη πως οι εχθροί ετοιμάζονταν να τους κυνηγήσουν (σύμφωνα με αναφορά του), παίρνει την απόφαση να το κάψει, με την ελπίδα μήπως παρασυρόταν πια από μόνο του προς τα καράβια του εχθρού. Ήξερε βέβαια πως κάτι τέτοιο ήταν μια τύχη στις χίλιες, δεν του έμενε όμως τίποτα άλλο να κάνει. Προστάζει το πλήρωμά του να κατεβούν στη βάρκα, παίρνοντας μαζί και τον πιλότο. Μένει μόνος του στο πλοίο, βγάζει το μαχαίρι του και κόβοντας το σχοινί κατεβάζει τη ρωσική σημαία και σηκώνει ένα μέτρο ψηλά τη σημαία της επαναστατημένης Ελλάδας. Όπως βλέπουμε, ο άνθρωπος αυτός με τα ατσαλένια νεύρα είχε, τη δύσκολη εκείνη ώρα, την αταραξία να σκεφτεί πως δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να φανεί πως έκανε μια πολεμική πράξη κάτω από ουδέτερη σημαία.

    Εκείνη τη στιγμή «το ύποπτον πλοίον», γράφει ο κυβερνήτης της «Μέλισσας» πλοίαρχος Αργκούς, «ευρίσκετο τριακοσίας πεντήκοντα οργυιάς αφ’ ημών όταν πάσα ημών αμφιβολία διελύθη ότι το υπό του πληρώματος αυτού εγκαταλειφθέν πλοίον ήτο πυρπολικόν! Εξαίφνης ανεφλέγη». Και ο ναύαρχος de la Graviere, που δίχως άλλο παίρνει τα στοιχεία του από το ημερολόγιο της «Μέλισσας», εξακολουθεί με αυτόν τον τρόπο την περιγραφή του:

    «Το πυρ εν ριπή οφθαλμού διαδοθέν περιλείχει τα άρμενα. Κερουλκοί και πλαγιαστήρες καταβιβρώσκονται, τα δε ιστία διαφυγόντα της συνεχούσης προσηνέμως αυτάς εντάσεως επαναπίπτουσιν επί των ιστών και το πλοίο αναποδίζει, αποκλίνει, αναλαμβάνει την πορείαν του, ότε μεν δεξιά, ότε δε αριστερά, κατά ατάκτως ωθύσαν αυτό πνοήν του ανέμου και τα υπολειπόμενα αυτώ ιστία, τα υπ’ αυτής κολπούμενα. Διέρχεται ούτω μεταξύ πλείστων πολεμικών και εμπορικών πολίων, περιπλέον το μεν, επιψαύων το δε, τα πάντα καταπτοούν. Τα τουρκικά εφόλκια κατορθούσι τέλος να ρίψωσιν επ’ αυτού τα αρπάγας, και ρυμουλκούσιν αυτό προς την εγγύς ακτήν αφ’ ης ησύχως εξοκέλλει».

    Ας ξαναγυρίσουμε όμως στη στιγμή που ο Κανάρης πήδηξε τελευταίος στη βάρκα και βάλανε φωτιά στα λούκια με το μπαρούτι. Δεν πρόλαβαν κάπως να απομακρυνθούν και η «Μέλισσα», καθώς διηγείται ο Κανάρης στο Σκούφο, τους ρίχνει «τέσσερα καλώς διευθυνόμενα κανόνια», που έπεσαν κοντά στην πρύμη του. Από τις βολές του, γράφει ο ναύαρχος Θεοφανίδης, οδηγήθηκε το φρούριο του λιμανιού να αναγνωρίσει που βρίσκεται ο εχθρός και να αρχίσει και αυτό να κανονιοβολεί τον Κανάρη. Συγχρόνως ορμάνε εφτά αρματωμένες φελούκες να πιάσουν τη βάρκα μας. Ακολουθώντας τα απόνερά της τη χτυπάνε με ντουφέκια, αλλά οι δικοί μας δίνοντας με τα μπράτσα τους

φτερά στα κουπιά τους όλο και ξεμακραίνουν.

    Πιο πέρα το μπουρλότο του Βώκου, που στο μεταξύ είχε περάσει την είσοδο του λιμανιού, γυρίζει για να βγει, όσο που ο Μπούτης βρισκόταν πάντα έξω από αυτό.

    Τα δύο καράβια μας, ο «Θεμιστοκλής» και ο «Επαμεινώνδας», μόλις είδαν τις φλόγες που ανέβαιναν από το λιμάνι, σηκώνουν όλα τα πανιά και βάζουν πλώρη κατά κει να βοηθήσουν τις βάρκες των μπουρλότων μας.

    Ώρα 6. «Είδομεν», γράφει στο ημερολόγιο ο Σκούφος, «τα δύο πυρπολικά μας του Αντώνη Θεοφάνη (Βώκου) και Μανώλη Μπούτη εξερχόμενα του λιμένος πρίμα, όθεν και εννοήσαμεν ότι το πυρπολικό του Καναρίου δεν έκαμε καμμίαν εκτέλεσιν επειδή κρότον κανέναν ως συνήθως δεν ηκούσαμεν».

    Ώρα 7. Ο «Θεμιστοκλής και ο Επαμεινώνδας» πλησιάζουν τα μπουρλότα του Βώκου και του Μπούτη και τα δένουν με πρυμάτσες. Εκείνη τη στιγμή φάνηκε να βγαίνει από την είσοδο του λιμανιού η βάρκα του Κανάρη, κυνηγημένη όχι μόνο από τις φελούκες αλλά και από ένα μπρίκι. Τα δυο καράβια μας πλησιάζουν ακόμη «έως 6 οργυιών νερών βάθους διά να μη βλαφθή ο κανάριος» (ημερολόγιο «Θεμιστοκλή»). Σε λίγο ο μπουρλοτιέρης μας και το πλήρωμά του βρίσκονται πάνω στο «Θεμιστοκλή».

    Ο Κανάρης απότυχε, καθώς σωστά γράφει ο Σπηλιάδης, «διά την βραδύτητα του Βώκου και του Μπούτη». Αλλά και ο ίδιος, μιλώντας στο Νικόδημο, είπε:

    -Αν είχα εσένα σύντροφο, θα μπαίναμε πρύμα τον αγέρα, γιατί βέβαια κανείς από τους δυο μας δε θα πισωδρόμαγε.

    Ήταν τόση η πίκρα του γιατί δεν έφερε σε τέλος το σκοπό του, που όσο ακόμα τα καράβια μας αρμένιζαν κοντά στην Αλεξάνδρεια, ζητάει, ο ατρόμητος αυτός άνθρωπος, να ξαναδοκιμάσει. Στην αναφορά του στην κυβέρνηση γράφει:

    «Εξελθόντες του λιμένος, κατεφύγαμεν εις τα πολεμικά πλοία μας, τα οποία μας επρόσμεναν. Πολεμικόν πλοίον αιγύπτιον εστάλη προς καταδίωξίν μας. Επειδή καθ’ όλην την νύκτα εβλέπαμεν τούτο το βρίγιον είπον εις τον κυβερνήτην Τομπάζην ότι αύτη είναι η αρμοδιωτέρα στιγμή του να επιστρέψωμεν εις τον λιμένα της Αλεξανδρείας και να καύσωμεν τον εχθρόν, όστις θέλει είσθαι διόλου άφροντις, επιστηριζόμενος εις την φύλαξιν του βριγίου. Οι ναύτες μου και εγώ, τω είπον, απεφασίσαμεν να επιστρέψωμεν αύριον πολλά πρωί εις τον λιμένα της Αλεξανδρείας εάν μας δώσης εν των δύο λοιπών πυρφόρων και ελπίζομεν να ευτυχήσωμεν. Αλλ’ αι εκτενείς μου δεήσεις δεν ωφέλησαν τίποτε, επί προφάσει τάχα να μη ριψοκινδυνεύσω εκ νέου. Δεν αγνοώ όμως την αληθή αιτίαν, δι’ ήν δεν εισηκούσθην».

    Από το νόημα της τελευταίας φράσης κατανοούμε ότι έλεγε, πως δεν το δέχτηκαν, γιατί δεν ήθελαν να έπαιρνε μόνος του τη δόξα. Αλλά νομίζουμε ότι δεν είχε δίκιο. Από τη στιγμή που έβαλε φωτιά στο μπουρλότο του, όλη η αρμάδα σηκώθηκε στα πανιά, Αν έμπαινε πάλι την άλλη ημέρα στο λιμάνι θα πήγαινε σε σίγουρο χαμό.

    Αν όμως δεν πέτυχε να κάψει την αρμάδα, απέδειξε, για μια φορά ακόμα, πως όταν έπαιρνε πάνω του κάτι, είχε τη δύναμη να πάει ως εκεί που περισσότερο δεν μπορεί να γίνει. Δίκαια λοιπόν αυτή η «αποτυχία» του λογαριάστηκε, από δικούς μας και ξένους, σαν ένα καινούργιο κατόρθωμά του.

    O Drovetti, πρόξενος της Γαλλίας στην Αλεξάνδρεια, σε αναφορά του που έστειλε στις 13 Αυγούστου στο βαρόνο de Damas, υπουργό των εξωτερικών της Γαλλίας, γράφει:

    «Εκατό πενήντα ευρωπαϊκά καράβια, που τα 25 από αυτά ήταν γαλλικά, αγκυροβολημένα στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, καθώς και η πολυάριθμη γαλλική παροικία που βρίσκεται εγκαταστημένη εδώ, γλίτωσαν ως εκ θαύματος από μια τρομερή

καταστροφή. Το πυρπολικό πέρασε κοντά από το μπρίκι «Μέλισσα», που κινδυνεύοντας τράβηξε πάνω στη βάρκα, που με αυτή γύρευε να ξεφύγει το πλήρωμά του. Τα κανόνια του γαλλικού μπρικιού δώσανε το σύνθημα στο λιμάνι, που αμέσως ακολούθησε το παράδειγμά του».

    Ο πλοίαρχος Αργκούς γράφει:   

    «Εάν το πλοίο πλεύριζε στη φρεγάτα, η σύγχυση θα εξαπλωνόταν σε όλο το στόλο, τα δε άλλα δύο πυρπολικά θα πρόσβαλαν άλλα πλοία. Η καταστροφή θα ήταν τρομερή και η νίκη των Ελλήνων πλήρης, αλλά η «Μέλισσα» τους παρεμπόδισε».

    Η εφημερίδα της Ύδρας «Ο Φίλος του Νόμου», γράφει εξιστορώντας την εκστρατεία:

    « Πολεμικό μπρίκι του χριστιανικού βασιλείου της Γαλλίας και Ναβάρας κανονιοβόλησε κατά της βάρκας του πυρπολητή μας Κανάρη, σαν να είχε λάβει προσταγή από το σατράπη της Αιγύπτου να τιμωρήσει την ελληνική τόλμη των πυρπολητών μας. Με όλη την ευστοχία όμως των Γάλλων πυροβολητών, ο Κανάρης με τους συντρόφους του διασώθηκαν αβλαβείς».

    Όταν η εφημερίδα έφτασε στα χέρια του Drovetti, κάθισε και έγραψε στον υπουργό του την ακόλουθη αναφορά:

    «Εξοχότατε. Είμαι κάτοχος ενός άρθρου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Ύδρας. Σε αυτό η Ελληνική Κυβέρνηση κατηγορεί το βασιλικό μπρίκι «Μέλισσα» πως παραβίασε την ουδετερότητα, τραβώντας πάνω στο πυρπολικό που έριξαν οι επαναστάτες σε τούτο το λιμάνι. Εάν αποτελεί έγκλημα να σώσει κανείς από την καταστροφή εκατόν πενήντα ευρωπαϊκά πλοία, που τα είκοσι πέντε ήταν γαλλικά, καθώς και την πολυάριθμη γαλλική παροικία και, ίσως ολόκληρη την πόλη της Αλεξάνδρειας, τότε θα πρέπει να πιστέψει κανείς πως για χατίρι των Ελλήνων θα έπρεπε από δω και μπρος να αντιστρέψουμε την τάξη των ευγενικών και γενναίων ιδανικών. Πιστεύω πως ένας αξιωματικός του Γαλλικού Βασιλικού Ναυτικού προσέφερε μια έξοχη υπηρεσία και είναι άξιος ανταμοιβής και άξιος να του απονεμηθεί το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Ο αξιωματικός αυτός είναι ο κ. de Arbuisson, ανθυποπλοίαρχος στο μπρίκι «Μέλισσα». Ενώ βρέθηκε μόνος πάνω στο πλοίο, όταν ο κυβερνήτης και το επιτελείο του γευμάτιζαν στο προξενείο, είχε την ετοιμότητα και το θάρρος, να χτυπήσει τα πυρπολικά, τόσο για να υπερασπίσει το μπρίκι του, όσο και για να σώσει τα άλλα πλοία και την πόλη της Αλεξάνδρειας».

    Πέρασαν οχτώ μήνες από τότε και ο υπουργός της Γαλλίας Βιλέλ παρουσιάστηκε στη Βουλή και δε ντράπηκε να πει πως ήταν πέρα για πέρα ψέμα πως το γαλλικό πολεμικό χτύπησε τον Κανάρη στην  Αλεξάνδρεια. Τα χρόνια όμως πέρασαν, τα αρχεία βγήκαν στη φόρα και έγινε φανερό πως η Γαλλική κυβέρνηση, από τις αναφορές του πρόξενού της στην Αλεξάνδρεια, ήξερε πολύ καλά, με τον πιο επίσημο τρόπο, πως το περιστατικό ήταν πέρα για πέρα αληθινό.



Πηγές: Δημήτρης Φωτιάδης, «Ιστορία 4, Κανάρης».  Νικόδημος.  Σπηλιάδης.  Αντώνιος Μιαούλης.  Τομπάζης.  De la Graviere.  Ναύαρχος Θεοφανίδης.