Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

Σταθμός 6

Εικόνα: Eikoh Hosoe

του Αργύρη Παλούκα

πηγή: Facebook

Στα αποδυτήρια ενός γυμναστηρίου μπορεί κανείς να μορφωθεί. Ακόμα κι αν δεν παρακολουθεί ειδήσεις, ακόμα κι αν δεν διαβάζει βιβλία, ακόμα κι αν δεν έχει την παραμικρή απορία για το τι είναι οι άνθρωποι, τι είναι όλα αυτά που συναντάει γύρω του καθημερινά, από τότε που αρχίζει δειλά να μαθαίνει πώς να ερμηνεύει τον περίγυρό του ώς και τα βαθιά γηρατειά.
Πίσω από τις κλειστές πόρτες του άδυτου αντρών και γυναικών όλα τελικά είναι διάφανα. Άνθρωποι χοντροί, βρωμιάρηδες, κοκαλιάρηδες, μικροί, μεγάλοι, άσχημοι κι ωραίοι. Ένας βάζει κάθε απόγευμα ταλκ στα σπυριά του, άλλος αναμετριέται με το κόμπλεξ για τη μεγάλη του κοιλιά, άλλος γυρίζει στην παιδική του ηλικία από τα τόσα αναβολικά.
Όλοι όμως, όσο κι αν κρύβονται, είναι απόλυτα διάφανοι. Ο φόβος γεμίζει τον χώρο σαν αέρας. Πολλές φορές, αν αφουγκραστείς, ακούς τις ομιλίες των συγγενών ή ακόμα και τις μυρωδιές από τα σπίτια των ανθρώπων, αν προσπαθήσεις να μυρίσεις προσεκτικότερα.
Θα μιλήσω για έναν από αυτούς τους ανθρώπους. Γύρω στα είκοσι με είκοσι πέντε, όχι πολύ ψηλός, αδύνατος. Είναι η ώρα που πρέπει να αλλάξει για να κάνει ντους. Αφού μένει με το εσώρουχο, τυλίγει γρήγορα την πετσέτα γύρω του. Αν μπορούσε να φοράει την πετσέτα κάτω από τη φόρμα, θα το έκανε σίγουρα. Πηγαίνει προς την ντουζιέρα, μία στη γωνία, σχεδόν εντοιχισμένη. Είναι από εκείνες που έχουν δύο φύλλα ανοιγόμενα και προς τα μέσα και προς τα έξω, σαν αυτές που βλέπει κανείς στα σαλούν σε ταινίες γουέστερν. Παρόλο που τα τζάμια είναι ματ και σχεδόν τίποτα δεν φαίνεται, απλώνει την πετσέτα στη μέση, ώστε να εξασφαλίσει ότι καμία πιθανότητα να τον δει κάποιος δεν υπάρχει, και τοποθετεί στη μια άκρη το καθαρό σώβρακο και στην άλλη το βρώμικο. Δεν περνάει ένα δευτερόλεπτο και ξαναφοράει την πετσέτα, βγαίνει έξω και παίρνει το αφρόλουτρο που έχει ξεχάσει. Στα μεσοδιαστήματα με κοιτάει νομίζοντας δεν ξέρω κι εγώ τι. Αλλά τι θα μπορούσα να κάνω; Τι να του πω; Ότι λυπάμαι; Ναι. Αυτό ακριβώς νιώθω. Λύπηση και συμπόνοια για το σίγουρο μπούλινγκ που έχει υποστεί αυτός ο άνθρωπος μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Από τη μάνα του, τον πατέρα του και τους συγγενείς. Αυτών των ανθρώπων οι φωνές κάνουν την ατμόσφαιρα πνιγηρή μέσα στα αποδυτήρια. Μπορείς να νιώσεις ακόμα και μίσος. Όχι για τον νεαρό. Όχι. Αλλά για όλους εκείνους που δεν είναι παρόντες και που εκείνος ο καημένος κουβαλάει αόρατα πάνω του σαν τάματα. Κι αυτωνών οι δικοί τους συγγενείς, δολοφόνοι κι αυτοί. Και πάει λέγοντας. Και που άμα ήσουνα μάγος και παραμέριζες με τη μια όλες αυτές τις στρατιές ανθρώπων που κουβαλάει στο σώμα του και στην ψυχή του ο ντροπαλός νεαρός των αποδυτηρίων, θα έπεφτες πάνω στα τερατώδη κρίματα των πρώτων ανθρώπων του κόσμου. Κι αν, ως μάγος πάλι, κατάφερνες να βρεις την αρχή του κόσμου, δεν θα αντίκρυζες τίποτα μεγαλειώδες. Μόνο μια τεράστια δεξαμενή με πείσμα. Χειρότερο κι από την ελπίδα. Χειρότερο κι από το χούι. Χειρότερο κι από την ψυχή. Το πείσμα ποτέ δεν βγαίνει.