Τρίτη 24 Μαΐου 2016

ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΝΑΠΑΡΤΗ ΣΤΗ ΜΑΝΗ ΤΟ 1797



Xαλκογραφία:  ΤΑΙΝΑΡΟ - ΠΟΡΤΟ ΚΑΓΙΟ  1688, ODapper     manipedia 

ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΒΟΝΑΠΑΡΤΗ ΣΤΗ ΜΑΝΗ ΤΟ 1797

Του Δημήτρη Τουτουντζή

Σχεδόν ως τα τέλη του ΙΗ΄ αιώνα η Μάνη αποτελούσε για τους Ευρωπαίους έναν άγνωστο κόσμο. Κανείς δεν είχε αποτολμήσει μια περιήγηση στα ορεινά κρησφύγετα του Ν. Ταϋγέτου. Για τους Ευρωπαίους ναυτικούς και ταξιδιώτες, οι Μανιάτες ήταν ένας άγριος και αφιλόξενος λαός που αποζούσε από την πειρατεία και το κούρσο στη θάλασσα και από τις ληστρικές επιδρομές στη στεριά. Η προσέγγιση στις ακτές του Ταινάρου προκαλούσε τρόμο σε όλα τα πληρώματα των καραβιών. Στα χρονικά της τουρκοκρατίας η Μάνη χαρακτηρίζεται καταφύγιο μιας επικίνδυνης φυλής. Όλοι ωστόσο οι περιηγητές παραδέχονται το αδάμαστο και φιλελεύθερο πνεύμα του λαού της Μάνης και όλοι αποθαυμάζουν τους αιματηρούς αγώνες για τη διατήρηση της αυτονομίας τους. Οι πρώτοι Ευρωπαίοι περιηγητές που κατόρθωσαν να εισχωρήσουν στα ενδότερα της Μάνης ήταν δύο Άγγλοι, ο John Morrit και ο John Sibthorp. Το ταξίδι τους έγινε το 1795. Δύο χρόνια αργότερα, το 1797, δύο απόγονοι των παλαιών Μανιατών που είχαν μεταναστεύσει στην Κορσική κατά τον ΙΖ΄ αιώνα για να  αποφύγουν τους τουρκικούς διωγμούς, πραγματοποιούν ταξίδι στη Μάνη με ειδική αποστολή. Κομίζουν επιστολή του Βοναπάρτη
στους συμπατριώτες τους. Είναι ο Δήμος Στεφανόπουλος, σοφός φυσιοδίφης και ο ανιψιός του Νικόλαος. Ο Δήμος γεννήθηκε στο Αιάκειο της Κορσικής, όπως ο Ναπολέων, το 1729, και πέθανε το 1802. Είχε τιμηθεί με χρυσό βραβείο για τη θεραπεία ορισμένων ασθενειών που εφάρμοσε με λεμιθόχορτο ( κοράλλινη η φαρμακευτική), είναι γνωστό με διάφορες λαϊκές ονομασίες, όπως λεβιθόχορτο, λεβιθοβότανο κ.α. Ήταν το λεγόμενο βρύο της Κορσικής. Ο Νικόλαος ήταν 20 χρονών, σπούδασε ιατρική και πήρε μέρος στις ναπολεόντειες εκστρατείες επί μια τριετία με το βαθμό του ταγματάρχη. Κατά την περίοδο της εκστρατείας στη Ρωσία ανέλαβε μια δεύτερη αποστολή, αυτή τη φορά στη Μ. Ασία, για συγκέντρωση πληροφοριών. Για να μη προκαλέσει υποψίες παντρεύτηκε στη Σμύρνη την αδερφή του εμπόρου και φιλικού Γεωργίου Σπανιολάκη. Θα παραμείνει στη Σμύρνη ως την ελληνική επανάσταση. Ένα πιστοποιητικό του 1843 βεβαιώνει ότι ο Νικόλαος Στεφανόπουλος πήρε μέρος σε πολλές μάχες και υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός στα στρατόπεδα. Πέθανε το 1828 στο Ναύπλιο.
    Η ανάθεση της αποστολής στο Στεφανόπουλο από το Βοναπάρτη είχε μια προϊστορία. Τον Ιούνιο του 1797 ο Τζαννέτος Γρηγοράκης, μπέης της Μάνης, έστειλε το γιό του Πιέρρο στην Ιταλία για να συναντήσει το Ναπολέοντα και με επιστολή τον καλούσε να στείλει πολεμικά πλοία στη Μάνη. Ο Πιέρρος δεν κατόρθωσε να συναντήσει το Βοναπάρτη. Το γράμμα όμως έφτασε στα χέρια του και δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα του Μιλάνου. Αυτή η δημοσίευση τόσο εμπιστευτικού μηνύματος που θα γινόταν αμέσως γνωστό στους Τούρκους με δυσάρεστες συνέπειες για τους Μανιάτες αποκαλύπτει με πόση προχειρότητα και επιπολαιότητα αντιμετώπιζε ο Ναπολέων ή το περιβάλλον του την ελληνική υπόθεση. Η δημοσίευση της επιστολής του Τζαννέτμπεη πρέπει να αποτελούσε πρωτοβουλία με δημαγωγικό σκοπό. Απογοητευμένοι από τους Ρώσους οι Έλληνες στρέφονταν προς τους Γάλλους. Θα δοκιμάσουν όμως νέες απογοητεύσεις ώσπου να συνειδητοποιήσουν ότι ο ξεσηκωμός και η ελευθερία θα πραγματοποιηθούν αποκλειστικά με τις ελληνικές δυνάμεις.
    Ο Ναπολέων, αναγγέλλοντας τον Ιούνιο στο Διευθυντήριο την κατάληψη της Κέρκυρας προσθέτει στην έκθεσή του:

    «Ο αρχηγός των Μανιατών, πραγματικών απογόνων των αρχαίων Σπαρτιατών, που κατέχουν τη χερσόνησο του Ταινάρου, μου έστειλε έναν από τους πρώτους της χώρας εκφράζοντας την επιθυμία να δει μερικά γαλλικά πλοία στο λιμάνι του».  
    Στο μεταξύ το Διευθυντήριο, μαθαίνοντας πως ο βοτανολόγος Δήμος Στεφανόπουλος ετοιμαζόταν να ταξιδέψει στα νησιά του Ιονίου για να μαζέψει λεμιθόχορτο, που χρησιμοποιούσε στις ιατροφαρμακευτικές του έρευνες, σκέφτηκε να επωφεληθεί και έσπευσε να του αναθέσει μια αποστολή στην Ιταλία σχετική με τις τέχνες. Ο φυσιοδίφης πήρε οδηγίες από το συμπατριώτη του Βοναπάρτη και αφού περιηγήθηκε την Ιταλία έφθασε μαζί με τον ανιψιό του στο Μιλάνο. Εκεί ο αρχηγός της ιταλικής στρατιάς ανέθεσε στους δύο συχωριανούς του Στεφανόπουλους μυστική αποστολή στην Αλβανία και στη Μάνη για τη συγκέντρωση πληροφοριών καθώς και την επίδοση μιας επιστολής στο Μπέη της Μάνης. Έδωσε μάλιστα γραπτές οδηγίες για την αποστολή του κορσικανού Μανιάτη και του ανιψιού του.
    «Βοναπάρτης, αρχιστράτηγος της Ιταλικής Στρατιάς, στον πολίτη Στεφανόπουλο. Πολίτα, θα μπαρκάρετε από την Αγκώνα στην κορβέτα που προορίζεται για την Κέρκυρα. Εκεί θα συναντήσετε το στρατηγό Gentili και θα συνεχίσετε τις έρευνές σας για θαλάσσια φυτά, σύμφωνα με το αρχικό σας σχέδιο. Από εκεί θα διαπεραιωθείτε στην Αλβανία όπου θα παραμείνετε μερικές μέρες συγκεντρώνοντας πληροφορίες για την πολιτική κατάσταση και τα πνεύματα που επικρατούν σ’ αυτά τα μέρη. Ύστερα θα μεταβήτε μαζί με τον πολίτη Arnault, στο Μπέη της Μάνης. Θα τον χαιρετήσετε εκ μέρους μου και θα του παραδώσετε την επιστολή, μεταφράζοντάς την αν χρειασθεί. Πριν αναχωρήσετε για την Κέρκυρα θα μου διαβιβάσετε όλες τις πληροφορίες που θα συγκεντρώσετε σ’ αυτή την ελληνική περιοχή».
    Στο έγγραφό του προς τον Arnault είναι πιο σαφής. «Ο πολίτης Στεφανόπουλος είναι Έλληνας και καλός πατριώτης, πολύ αφοσιωμένος στη Γαλλία. Σας τον στέλνω γιατί μπορεί να είναι χρήσιμος και να σας οδηγήσει στη χώρα των πατέρων του όπου ζουν οι γενναίοι απόγονοι των Λακεδαιμονίων. Επιθυμώ να μπαρκάρετε μαζί του σε μια κορβέτα και να φθάσετε στη Μάνη για να πληροφορηθείτε την κατάσταση που επικρατεί εκεί και τη δύναμη αυτού του λαού, κι’ ακόμα να πραγματοποιήσετε περιοδείες στην Ελλάδα για να παρατηρήσετε το πνεύμα των κατοίκων και να διαπιστώσετε τι μπορούμε να ελπίζουμε σε περίπτωση που η οθωμανική αυτοκρατορία θα αντιμετώπιζε ένα σεισμό. Σε παρακαλώ επίσης να μου στείλετε μια λεπτομερή περιγραφή των τεσσάρων νησιών, μια εικόνα της Ελλάδας και της Αλβανίας και κάθε τι που θα αντιληφθείτε».
    Ιδού τώρα και το κείμενο του Βοναπάρτη προς τον Τζαννέτο Γρηγοράκη:
«Ο πρόξενος της Γαλλικής Δημοκρατίας στο Τριέστι με ενημέρωσε για την πρόθεση της Εκλαμπρότητάς σας να μου στείλετε μια αντιπροσωπεία για να μου γνωρίσετε την επιθυμία σας να δείτε στο λιμάνι σας γαλλικά καράβια της Στρατιάς της Ιταλίας. Οι Γάλλοι εκτιμούν το μικρό αλλά γενναίο λαό της Μάνης, το μόνο από την αρχαία Ελλάδα που μπόρεσε να διατηρήσει την ελευθερία του. Σε κάθε περίπτωση που θα παρουσιασθεί δεν θα παραλείψουν να δώσουν δείγματα της προστασίας και θα καταβάλουν ιδιαίτερη φροντίδα να ευνοήσουν τα πλοία και όλους τους πολίτες του.
    Παρακαλώ την Εκλαμπρότητά σας να δεχθεί με ενδιαφέρον τους απεσταλμένους μου. Κατέχονται από μεγάλη επιθυμία να γνωρίσουν από κοντά τους άξιους απογόνους της Σπάρτης, οι οποίοι το μόνο που στερήθηκαν για να γίνουν το ίδιο ένδοξοι με τους


προγόνους τους ήταν ένα ευρύτερο πεδίο δράσης. Σε περίπτωση που οι συγγενείς της Εκλαμπρότητάς σας θα είχαν την ευκαιρία να ταξιδέψουν στην Ιταλία, θα παρακαλούσα να επιδιώξουν να με συναντήσουν. Θα έχω την ευκαιρία να σας δώσω δείγματα της εκτίμησης που τρέφω προς το πρόσωπό σας και τους συμπατριώτες σας».
    Ο μυστικός πράκτορας του Βοναπάρτη θα εκπληρώσει το πρώτο μέρος της αποστολής, το ενημερωτικό ταξίδι στην Ήπειρο του Αλή πασά. Αλλά στο γυρισμό του στην Κέρκυρα δεν βρήκε τον Arnault. Είχε αναχωρήσει για τη Νεάπολη πριν φθάσει στα χέρια του η εντολή του Βοναπάρτη. Έτσι οι δύο Στεφανόπουλοι θα συνεχίσουν το ταξίδι τους στην Ελλάδα μόνοι (18 Αυγούστου 1797).
    Αλλά στο μεταξύ ο Τζαννέτμπεης Γρηγοράκης είχε εκδιωχθεί από το μπεηλίκι της Μάνης. Θα τον διαδεχθεί ο Παναγιώτης Κουμουντουράκης.
    Η αποστολή του Στεφανόπουλο στην Ήπειρο και στη Μάνη έγινε λίγο μετά την κατάληψη των Επτανήσων από τη Γαλλία. Τα φλογερά κηρύγματα των δημοκρατικών Γάλλων αναπτέρωσαν τις ελπίδες των Ελλήνων για σύντομη κατάλυση του οθωμανικού δεσποτισμού και ανάσταση του Γένους. Αλλά ο Ναπολέων είχε αποκλείσει κάθε δυναμική επέμβαση στην Ελλάδα που θα οδηγούσε σε γαλλοτουρκικό πόλεμο και γενίκευση του αντιγαλλικού ευρωπαϊκού συνασπισμού. Στον πρώτο διοικητή των Επτανήσων, στρατηγό Gentili, συμβούλευε καιροσκοπική πολιτική: «Να κολακεύεις τον πόθο τους για ελευθερία και μη ξεχνάς στις προκηρύξεις σου να μιλάς για Ελλάδα, για Αθήνα και Σπάρτη». Στην πραγματικότητα φιλοδοξούσε να προσαρτήσει την Ελλάδα στη γαλλική αυτοκρατορία. «΄Η Ελλάδα και η Πελοπόννησος ανήκουν στη Δύναμη που κατέλαβε την Αίγυπτο. Ανήκουν σε μας. Και βορειότερα η Κωνσταντινούπολη με τις επαρχίες της, θα σχηματίσει ένα ανεξάρτητο βασίλειο, φραγμό στη ρωσική δύναμη».
    Δεν παρέλειψε ωστόσο να αποστείλει μυστικούς πράκτορες σ’ ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα για βολιδοσκοπήσεις και δημιουργία  βάσεων επιρροής. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής πρέπει να τοποθετηθεί και η αποστολή του συμπατριώτη του Βοναπάρτη, αλλά μανιάτικης καταγωγής, Στεφανόπουλου στο Μωριά.
    Το χρονικό των δύο αποστολών του Στεφανόπουλου, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1800 στο Λονδίνο, δεν είναι γραμμένο από τον ίδιο, αλλά , όπως σημειώνεται στον τίτλο, από δύο καθηγητές του Πρυτανείου. Είναι φανερό ότι οι συγγραφείς θέλησαν να προσαρμόσουν την αφήγηση των περιπετειών του ταξιδιού στο πατροπαράδοτο ύφος του γαλλικού περιηγητικού χρονικού και πάνω στη γνωστή εμπορική συνταγή που συγκινούσε το αναγνωστικό κοινό της εποχής, με προσθήκες φανταστικών επεισοδίων για λόγους εντυπωσιασμού, που μειώνουν την αξία του έργου. Ο δεύτερος ωστόσο τόμος που αναφέρεται στην καθημερινή ζωή της Μάνης, στα ήθη και στα έθιμα του ορεσίβιου και αδάμαστου αυτού λαού, αποτελεί μια πολύτιμη και αυθεντική πηγή πληροφοριών. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν τα στοιχεία που φωτίζουν μερικά ταραχώδη γεγονότα και ιστορικά πρόσωπα της εποχής.
    Ο Στεφανόπουλος συνάντησε τον Τζαννέτο Γρηγοράκη, που δεν ήταν πια Μπέης της Μάνης, στον πύργο του, στο Μαραθονήσι. Ο Τζαννέτος Γρηγοράκης, τρίτος μπέης της Μάνης (1783 – 1798), υπήρξε μια από τις δυναμικότερες μορφές την ιστορία της Μάνης. Το 1793 ή 1794 ο καπετάνιος της Ζαρνάτας Παναγιώτης Κουμουντουράκης είχε επιχειρήσει να ανατρέψει με πραξικόπημα τον Γρηγοράκη και να αναλάβει την ηγεμονία. Αλλά ο Γρηγοράκης τον αιχμαλώτισε και τον έστειλε δέσμιο στην Πόλη όπου


φυλακίσθηκε στο περίφημο Μπάνιο (Φυλακή μέσα στο Ναύσταθμο). Ο δεσμώτης καπετάνιος κατόρθωσε από τη φυλακή να κερδίσει την εύνοια της Πύλης και να διορισθεί μπέης της Μάνης. Τουρκικά πολεμικά τον συνόδεψαν για την εγκατάστασή του στην ηγεμονία. Τρεις καπεταναίοι όμως, ο Τρουπάκης (Μούρτζινος) της Αντρούβιστας, ο Χριστόδουλος Χρηστέας της Πλάτσας και ο Γιωργάκης Κυβέλος της Μηλιάς, δεν αναγνώρισαν το νέο μπέη και πρόβαλαν ένοπλη αντίσταση. Η σύγκρουση έγινε στη Σκαρδαμούλα με αποτέλεσμα τη συντριβή του τουρκικού ασκεριού. Αυτά υποστηρίζει ο Νικήτας Νηφάκης στο στιχούργημά του και είναι μια σίγουρη πηγή για το ιστορικό αυτό γεγονός. Τελικά ο Κουμουντουράκης θα επιβληθεί με τα τουρκικά όπλα και θα παραμείνει μπέης της Μάνης ως το 1802. Οι καπεταναίοι που αντιστάθηκαν κατέφυγαν στη Ζάκυνθο. Το τέλος του Κουμουντουράκη ήταν οικτρό. Ύστερα από καταγγελία του ιντερνούντσιου του πάπα  για συμμετοχή σε πειρατική επιδρομή εναντίον αυστριακού πλοίου κηρύχθηκε έκπτωτος. Αντιστάθηκε όμως στη Ζαρνάτα – τον βοήθησε και ο Θ. Κολοκοτρώνης – και τελικά παραδόθηκε και ξαναφυλακίσθηκε στο Μπάνιο όπου πέθανε.
    Η εντύπωση που επικρατούσε γενικά στις ευρωπαϊκές χώρες για τους Μανιάτες, «αγριάνθρωποι, άνομοι, σκληρόψυχοι», και οι κατηγορίες για ληστρικό και πειρατικό βίο, προκαλούν την αγανάκτηση του γιου του Τζανέτμπεη, του μπεηζαδέ και ξεσπάει λέγοντας στον Στεφανόπουλο: Ποιοι τα λένε αυτά; Ποιοι λαοί; Δεν έχουν δικαίωμα να μιλάνε οι σκλάβοι για ελεύθερους ανθρώπους. Τάχα ποιος μπορεί να μας γνωρίσει και να φανεί δίκαιος στην κρίση του; Ο Γερμανός; Γονατιστός στέκεται μπροστά στο ραβδί, σκύβει, σέρνεται. Ο Ιταλός; Τρέφεται με λειτουργίες, θαύματα και στείρες προλήψεις. Ο Ισπανός; Χάνει το χρώμα του μπροστά στον ιεροεξεταστή. Ο Άγγλος; Ζυγιάζει τους ξένους λαούς ανάλογα με τα πλούτη τους. Το χρυσάφι είναι ο πρώτος κριτής και το είδωλό του. Ταξίδεψα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Οι κυβερνήτες τους είναι όλοι σύμμαχοι, φανεροί ή κρυφοί του τυράννου της Πόλης, επομένως εχθροί μας, αφού είναι φίλοι του πιο αδυσώπητου εχθρού μας.
    Μας κατηγορούν πως είμαστε πειρατές. Είναι λοιπόν πειρατής εκείνος που υπερασπίζεται την ελευθερία του; Πρέπει να δεχόμαστε γονατιστοί όλους αυτούς τους γείτονες, που σε όλους τους καιρούς ευφραίνονται ερημώνοντας τη Ελλάδα; Αυτούς τους φιλόθρησκους Μαλτέζους, που εδώ και αιώνες λεηλατούν, αφανίζουν, πνίγουν στο αίμα τους Έλληνες του Αιγαίου, επειδή τάχα είναι «σχισματικοί»; Όταν τα ελληνικά καράβια, εφοδιασμένα με χαρτιά του αυθέντη της Μάλτας, αιχμαλωτίζονται από τους κουρσάρους της και οδηγούνται στα λιμάνια της, όπου γίνονται νόμιμη λεία, ποιος είναι ο πειρατής; Εμείς ή ο αυθέντης της Μάλτας; Ρωτήστε την Πάτμο. Είναι από τα μικρότερα νησιά του Αιγαίου αλλά είχε πάνω από τριάντα εμπορικά καράβια. Τι έγιναν αυτά τα καράβια; Λεία των κουρσάρων της Μάλτας που τα αιχμαλώτισαν ποδοπατώντας τα ανθρώπινα δικαιώματα.
    Η κατάσχεση των πλοίων της Πάτμου στη Μάλτα γινόταν με το εξής τέχνασμα: Όταν ο καπετάνιος παρουσιαζόταν στο δικαστήριο και έδειχνε τα μαλτέζικα έγκυρα χαρτιά του τον ρωτούσαν: Πιστεύεις στο θεό; Ναι απαντούσε. Πιστεύεις στον πάπα; Όχι: Καλώς συνελήφθη! Και το δικαστήριο επισημοποιούσε τη δήμευση.
    Και ο βασιλίσκος της Σαρδηνίας που μας κατηγορεί δεν είναι καλύτερος. Μήπως δεν έρχονται κάθε τόσο οι φιλόθρησκοι κλέφτες του να λεηλατήσουν την Ελλάδα εν ονόματι


του Υψίστου; Μήπως όταν αρματώνουμε ένα μικρό σεμπέκι για να βοηθήσουμε τους Έλληνες δεν μας αποκαλούν κακούργους;»
    Ο μπεηζαδές τοποθετεί με πολιτική ωριμότητα στη σωστή θέση το ρόλο των ξέων στην υπόδουλη Ελλάδα. Στην αποικιακή εκμετάλλευση του ελληνικού λαού, με τους διάφορους πολιτικοστρατιωτικούς χειρισμούς ή στη θρησκευτική του απορρόφηση απέβλεπαν οι ευρωπαϊκές εμποροναυτικές δυνάμεις του ΙΗ΄ αιώνα.      
    Η συζήτηση ήρθε, όπως ήταν φυσικό, στη ρωσική εκστρατεία του 1770 στο Αιγαίο. Ο Τζαννέτμπεης κατηγορεί τον Ορλώφ ότι αφού ξεσήκωσε το Μωριά, απόφυγε να εφαρμόσει το κοινό σχέδιο και στο τέλος εγκατέλειψε τους Έλληνες στο μαχαίρι των Τουρκαλβανών. Είχαν περάσει 17 χρόνια από τότε και σε πολλά σημεία η αφήγηση του Τζαννέτμπεη δεν ανταποκρίνεται χρονολογικά στα γεγονότα. Φαίνεται πως η καταγραφή της από τους Στεφανόπουλους δεν έγινε με προσοχή.
    «Ο κόμης Ορλώφ υποκρίθηκε αρχικά πως συμφωνεί με τις απόψεις μας. Αποφασίσθηκε να συγκεντρωθούν οι αρχηγοί της Μάνης και των άλλων Ελλήνων για να συζητήσουμε πάνω στα αναγκαία μέτρα, την κατάληψη των στρατηγικών σημείων και κυρίως του Ισθμού της Κορίνθου. Οι Ρώσοι θα έστελναν στον Κορινθιακό μια φρεγάτα ή ντελίνι για να εμποδίσουν το πέρασμα στο Μωριά των αλβανικών σωμάτων. Ο Ορλώφ δέχτηκε τις προτάσεις μας. Αλλά ήταν δόλιος. Είχε το βλέμμα του στυλωμένο στο Μωριά, αλλά η καρδιά του βρισκόταν στην Κριμαία. (Η Κριμαία βρισκόταν σε τουρκικά χέρια. Και η επιχείρηση του Μωριά αποτελούσε στρατιωτική ενέργεια αντιπερισπασμού για την ευόδωση του πολέμου κατά της Τουρκίας στις ακτές του Ευξείνου Πόντου). Χωρίς να περιμένει τη σύγκλιση του πολεμικού συμβουλίου κινείται την ίδια μέρα εναντίον του Ναυαρίνου και της Μεθώνης. Αρχίζουμε κι’ εμείς την εκστρατεία. Κυριεύουμε την Καλαμάτα και το Μιστρά, βαδίζουμε εναντίον της Τριπολιτσάς. (Η πρώτη ρωσική επιχείρηση δεν έγινε εναντίον του Ναυαρίνου και της Μεθώνης, αλλά εναντίον της Κορώνης στις 27 Φεβρουαρίου / 10 Μαρτίου 1770. Του Ναυαρίνου η πολιορκία άρχισε στις 4/15 Απριλίου και της Μεθώνης στις 28 Απριλίου/9 Μαϊου. Η εισβολή των Μανιατών στη Μεσσηνία έγινε στις αρχές Μαρτίου και η άλωση του Μιστρά στις 8/19 Μαρτίου).
    Η επιτυχία στεφάνωσε τις πρώτες επιθέσεις των Ρώσων. Έπεσε το Ναυαρίνο, η Μεθώνη ήταν έτοιμη να παραδοθεί. Αλλά ξαφνικά 150.000 Αλβανοί ξεχύθηκαν στο Μωριά και αφάνισαν τα πάντα με τη φωτιά και το σπαθί».
    Ο αριθμός αυτός είναι απαράδεκτος. Ολόκληρος ο αριθμός των ενόπλων της Αλβανίας δεν έφθανε τους 150.000. Αξίζει ωστόσο να παραθέσουμε τους αριθμούς που αναφέρουν οι διάφοροι συγγραφείς. Την πληροφορία που έδωσαν οι Μανιάτες στο Στεφανόπουλο υιοθέτησε και ο Γερμανός Zinkeisen. Ο Γρηγοριάδης τους υπολογίζει 120.000. Ο Αμ. Φραντζής σε 60.000. Ο Ρήγας Παλαμήδης σε 26.000. Ο πρόξενος της Γαλλίας στη Άρτα κατά την περίοδο της εισβολής των Αλβανών Jullien, σε 15.000. O Άγγλος περιηγητής Leak από πληροφορία Τούρκου αξιωματικού σε 15.000.
    «Ο Ορλώφ σαλπάρει αμέσως και μας εγκαταλείπει στα άγρια στίφη του εχθρού. Αναγκασθήκαμε να υποχωρήσουμε αλλά πάντοτε πολεμώντας. Πόσες καταστροφές και αγριότητες στο πέρασμα αυτών των θηρίων. Οι κάτοικοι του εσωτερικού του Μωριά, που ούτε περίμεναν αυτή την απροσδόκητη επίθεση ούτε ήξεραν τίποτα για την απόβαση των Ρώσων, άοπλοι οι περισσότεροι, δεν μπόρεσαν να προβάλουν αντίσταση και


κατακρεουργήθηκαν. Ύστερα από αυτήν την διαγωγή των Ρώσων πως τολμούν μερικοί ιστορικοί να αποδίδουν στους Μωραϊτες την αποτυχία της θλιβερής εκείνης εκστρατείας; Τα γεγονότα που ακολούθησαν δεν απέδειξαν ότι η κάθοδος του Ορλώφ στο Αιγαίο απέβλεπε σε αντιπερισπασμό για την εξασθένιση της τουρκικής στρατιάς  στα παράλια του Ευξείνου; Αφού έκαψε τον οθωμανικό στόλο στον Τσεσμέ τι τον εμπόδιζε να καταλάβει το Μωριά, την Κρήτη, την Εύβοια κι’ ολόκληρη τη Ρούμελη αν ήθελε να ενθαρρύνει τον ξεσηκωμό των Ελλήνων;».  
    Όχι μόνο οι Έλληνες αλλά και οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί πίστευαν πως ύστερα από την πανωλεθρία του τουρκικού στόλου στον Τσεσμέ θα ήταν εύκολος ένας περίπατος της ρωσικής μοίρας ως την Κωνσταντινούπολη και ο εξαναγκασμός του σουλτάνου να υπογράψει συνθήκη ειρήνης στο ίδιο το σαράι του. Ο Rulhiere γράφει ότι ο Άγγλος ναύαρχος Έλφινστον επέμενε να προχωρήσει στα Δαρδανέλια, να επωφεληθεί από τη σύγχυση που είχε προκαλέσει η καταστροφή του Τσεσμέ και να τερματίσει τον πόλεμο μπροστά στην Πόλη. Αλλά ο Ορλώφ, που μισούσε τον Έλφινστον, αρνήθηκε για λόγους αντιζηλίας να δεχθεί την πρόταση για την τολμηρή αλλά εξασφαλισμένης επιτυχίας παραβίαση των Στενών και το βομβαρδισμό ή την πυρπόληση της οθωμανικής πρωτεύουσας. Μερικοί όμως υποστηρίζουν ότι δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για ένα τέτοιο τολμηρό εγχείρημα. Ο ρωσικός στόλος δεν ήταν πια αξιόμαχος. Τα πλοία είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές και οι επισκευές χρειάζονταν χρόνο. Τα πληρώματα αποδεκατίσθηκαν, αποβατικά σώματα δεν υπήρχαν, τα εφόδια είχαν ελαττωθεί από την κακή διοίκηση του στόλου.
    «Στη δολιότητά του ο Ορλώφ πρόσθεσε και την περιφρόνησή του προς τους Έλληνες. Ένα εξοπλισμένο εμπορικό καράβι με απόσπασμα Ρώσων στρατιωτών βρέθηκε μπροστά σε έξη τούρκικές γαλιότες στις ακτές της Μυτιλήνης. Ο υπολοχαγός πανικοβλήθηκε από τις υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις και πρόσταξε υποχώρηση. Ο Έλληνας καπετάνιος τραβάει την πιστόλα του και του λέει: Αν μιλήσεις για υποχώρηση σου τινάζω τα μυαλά! Έγινε η μάχη, βούλιαξαν δύο γαλιότες, οι άλλες, χτυπημένες, σώθηκαν με τη φυγή. Πως ανταμείφθηκε η αφοσίωση των Ελλήνων στο χρέος; Ο Ορλώφ έκανε λοχαγό το Ρώσο, παρασημοφορώντας τον κιόλας με το σταυρό του Αγίου Γεωργίου. Και στον Έλληνα καπετάνιο έδωσε έξη πιάστρα. Ο γενναίος Έλληνας αρνήθηκε με βιαιότητα, του γύρισε την πλάτη κι’ ορκίσθηκε να μην ξαναϋπηρετήσει τέτοιους ανθρώπους».
    Στο χρονικό καταγράφεται και η αφήγηση των περιπετειών και του τραγικού τέλους του Ανδρούτσου (πατέρας του Οδυσσέα Ανδρούτσου). Υπάρχει όμως ένα σημαντικό λάθος χρονολογίας στην αφήγηση. Η καταδρομική δράση του Λάμπρου Κατσώνη ταυτίζεται με τα Ορλωφικά. Αλλά η συνεργασία του Ανδρούτσου με τον Κατσώνη δεν έγινε το 1770 αλλά 22 χρόνια αργότερα, το 1792, κατά το δεύτερο ρωσοτουρκικό πόλεμο. Στο χρονικό γίνεται σύγχυση ανάμεσα στον Κατσώνη και στον Ορλώφ.
    «Ο Ανδρούτσος», ιστορεί ο Στεφανόπουλος, «διάλεξε 500 νέους Έλληνες από τους πιο γενναίους, διέσχισε τη χερσόνησο και έφθασε στη Μάνη για να ενωθεί με τις άλλες δυνάμεις που είχαν συνασπισθεί εναντίον των Τούρκων. Αλλά οι Ρώσοι δεν υπήρχαν πια .Είχαν σαλπάρει για το Λιβόρνο. Εκεί θα αναπαύονταν μέσα στις τρυφηλότητες ύστερα από έναν πόλεμο που άναψαν επίβουλα και που μόνα θύματά τους ήταν Έλληνες».
    Ο Αλέξης Ορλώφ, μετά την ήττα της Λήμνου, έφυγε στην Ιταλία και έδωσε εντολή στο ναύαρχο Σπυριντώφ να τον ακολουθήσει. Αλλά οι Έλληνες γράφει ο Σάθας που
Αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος των πληρωμάτων είπαν στο Ρώσο ναύαρχο ότι η παραμονή του στόλου για το χειμώνα στη Γαλλία ή Ιταλία θα είναι πολύ πιο δαπανηρή από ότι στο Αιγαίο όπου υπάρχουν νησιά με ασφαλή λιμάνια, και ότι η παντελής και άδικη εγκατάλειψη των Ελλήνων θα είναι επιζήμια για τη Ρωσία, διότι σε ευνοϊκότερες περιστάσεις οι Έλληνες σε μελλοντική πρόταση σύμπραξης, όχι μόνο δε θα θέλουν να ακούσουν αλλά  και τα όπλα θα στρέψουν κατά των Ρώσων. Ο Σπυριντώφ πείσθηκε και συμφώνησε να περάσει το χειμώνα στο Αιγαίο.
    Ο Ανδρούτσος δεν διέσχισε το Μωριά για να φθάσει στη Μάνη, όπως γράφει ο Στεφανόπουλος, αλλά βρισκόταν στα καταδρομικά πλοία του Κατσώνη και το σώμα του αποβιβάσθηκε στο Πόρτο Κάγιο, όπου έγινε η τελική άτυχη αναμέτρηση με τον εχθρό. Φαίνεται ότι το λάθος έγινε από τον επιμελητή των χειρογράφων του Στεφανόπουλου, που είχε τυφλωθεί κατά την επιστροφή του από τη Μάνη και βρισκόταν σε φυσική αδυναμία να ελέγξει τα κείμενα. Γιατί αποκλείεται να προέρχονται από τους Γρηγοράκηδες τέτοιες κραυγαλέες ανακρίβειες.
    Στο χρονικό του Στεφανόπουλου εμφανίζεται ο γιος του Τζανέτμπεη Γρηγοράκη, ο Πιέρος, να αφηγείται τη δραματική προσπάθεια του Ανδρούτσου να διασχίσει την τουρκοκρατούμενη Πελοπόννησο και να επιστρέφει στη βάση του, στη Ρούμελη, από τον Ισθμό ή από τον Κορινθιακό, ύστερα από την καταστροφή του καταδρομικού στολίσκου στο Πόρτο Κάγιο.
    «Υποχρεωμένος να ξαναγυρίσει στη Ρούμελη ο Ανδρούτσος πήγε στην Τριπολιτσά και ζήτησε από τον πασά άδεια να περάσει με τους συντρόφους του. Ο πασάς επέτρεψε τη διάβαση αλλά συγχρόνως έδωσε μυστικές διαταγές να του αποκόψουν την υποχώρηση και να εξοντώσουν τις δυνάμεις του».
    Ο Βλαχογιάννης θεωρεί απίστευτα πράματα το ότι ο πασάς της Τριπολιτσάς έδωσε αρχικά διαβατήριο στον Ανδρούτσο να περάσει από την επικράτειά του. Αλλά δεν είναι καθόλου απίστευτα. Μια τέτοια συμφωνία δεν γίνεται από φιλανθρωπία ή καλοσύνη αλλά από ανάγκη. Ο πασάς ήξερε πως θα αντιμετώπιζε αποφασισμένους άντρες κι’ ότι εμποδίζοντας τη διάβαση θα άνοιγε σκληρό πόλεμο. Τέτοιες συμφωνίες θα γίνουν και στον ξεσηκωμό του Εικοσιένα. Τον Σεπτέμβριο του 1821, λίγο πριν από την άλωση της Τριπολιτσάς, βγήκαν από το κάστρο οι αιματοβαμμένοι Αρβανίτες με τα όπλα και τα αγαθά τους, ύστερα από συμφωνία με τον Κολοκοτρώνη, κι’ απείραχτοι και μάλιστα με συνοδεία, γύρισαν στην πατρίδα τους. Το ίδιο έγινε το 1828 με τους 2.500 Αρβανίτες του Ιμπραήμ που εγκατέλειψαν το κάστρο της Κορώνης για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Επειδή τους έκοψε το δρόμο στο Κλειδί το τουρκοαιγυπτιακό ιππικό ζήτησαν από την ελληνική Κυβέρνηση ασφάλεια ζωής και τιμής κατά το πέρασμά τους από το Μωριά. Ο Καποδίστριας δέχτηκε την πρόταση και έστειλε τον αδελφό του Αυγουστίνο και τον Κολοκοτρώνη να τους συνοδέψουν για να αποτραπεί άσκοπη αιματοχυσία.
    «Ο Ανδρούτσος κινείται προς τον Ισθμό της Κορίνθου, αλλά τον βρίσκει αποκλεισμένο από μεγάλον αριθμό Τούρκων, ιππικό και πεζικό. Δέχεται άγρια επίθεση αλλά δεν αποθαρρύνεται. Υποχωρεί επιδέξια προς τον κάμπο. Οι Τούρκοι, πιστεύοντας πως διέλυσαν το τμήμα του τον καταδιώκουν. Αλλά ξαφνικά ο Ανδρούτσος συγκεντρώνει τους δικούς του σε ένα οχυρό σημείο και τους απευθύνει αυτά τα λόγια: «Φίλοι, σύντροφοι, να η στιγμή μα διακριθούμε. Ας ορμίσουμε εναντίον του εχθρού με τη συνηθισμένη μας γενναιότητα και θα τον αφανίσουμε. Κι’ αμέσως προστάζει επίθεση και ανατρέπει, κόβει και κατασκορπίζει τις φάλαγγες του εχθρού».
    Έχουμε και τη μαρτυρία του Θ. Κολοκοτρώνη που λέει: «Όταν ήλθε ο Ανδρούτζος,
πατέρας του Οδυσσέως, εγνωρίστηκα εις την Μάνη και τον εσυντρόφευσα έως την Κόρινθο. Εις τον κατατρεγμό μας, διά 15 ημέρας ούτε εκοιμώμεθα ούτε ετρώγαμε. Εσώσαμε τα φουσέκια, κάθε μέρα πόλεμο».
    «Ύστερα απ’ αυτή τη νίκη ο Ανδρούτσος αναδιπλώνεται στη Μάνη και χωρίς να σταματήσει ούτε μια στιγμή συνεχίζει την πορεία του προς την Πάτρα, ελπίζοντας να μπαρκάρει και να διαπεραιωθεί στη Ρούμελη. Ποτάμια αιμάτων στοίχισε στους Τούρκους αυτή η περιπλάνηση του Ανδρούτσου. Συγκεντρώνουν και πάλι δυνάμεις για να εξολοθρεύσουν αυτή τη χούφτα των πολεμιστών. Ο Ανδρούτσος, βλέποντας πως ήταν δύσκολο να φτάσει στην Πάτρα, κατευθύνεται στο Κατάκωλο, όπου ύστερα  από μάχη που κράτησε τρία μερόνυχτα, διέλυσε τις εχθρικές δυνάμεις. Αφού εξασφάλισε μια οχυρωμένη θέση μετράει το ασκέρι του και βρίσκει πως έχει χάσει μόνο εκατό άντρες ενώ οι σκοτωμένοι Τούρκοι ήταν τέσσερες χιλιάδες. Ικανοποιημένος που κατανίκησε τα οθωμανικά στρατεύματα και αποφασισμένος να μην υποβάλει τους γενναίους του σε νέα δοκιμασία για να ξαναγυρίσουν  πολεμώντας στον Ισθμό, προτίμησε να επιβιβάσει το σώμα του σε καράβια που ήρθαν από τη Ζάκυνθο, την Κεφαλονιά και την Πρέβεζα. Στη Πρέβεζα κατέληξε και ο ίδιος με ένα τμήμα των στρατευμάτων του».
    Οι πληροφορίες όμως αυτές, τόσο η αφήγηση του μπεηζαδέ Γρηγοράκη στο Στεφανόπουλο όσο και τα στοιχεία των άλλων ελληνικών πηγών δεν επιβεβαιώνονται από τις σύγχρονες πηγές. Από την Πρέβεζα, ο Ανδρούτσος κατέληξε στο Σπαλάτο (Σπλιτ), κτήση τότε της Βενετίας. Εκεί συνελήφθη από τους Βενετούς, αλλά η ανάκρισή του έγινε στη Ζάρα της Δαλματίας στις 16 Νοεμβρίου 1792, ύστερα από εντολή του Γενικού Προβλεπτή Αλοϊζε Μαρίν.
     «Δεύτερος προσήχθη από τον αξιωματικόν της φρουράς, με στρατιωτικήν συνοδείαν εις το Γραφείον, ένας άνδρας υψηλός το ανάστημα, παχύσαρκος, καλοκαμωμένος, με μακριά μουστάκια, χωρίς μαλλιά, με φέσι, ενδεδυμένος με ρούχα τουρκικού τύπου, ηλικίας ως είπεν ο ίδιος και ως φαίνεται από την όψιν, ετών 40 περίπου, ο οποίος νουθετηθείς  και αυστηρά ειδοποιηθείς  ότι πρόκειται να προβεί εις μαρτυρικήν κατάθεσιν, ηρωτήθη περί του ονόματός του, του επωνύμου, του ονόματος του πατρός του, της πατρίδος και του επαγγέλματος απήντησεν:
    - Εγώ ονομάζομαι Ανδρεούτσος Λιβανίτος του πότε Βουλούση από το Λάνδι της Ρούμελης. Εγεννήθην χωρικός.
    Ερωτηθείς πως ευρίσκεται εις τας εδώ στρατιωτικάς δυνάμεις απήντησεν:
    - Συνελήφθην εις το Σπαλάτον, αφού είχα τελειώσει εκεί την υγιειονομικήν κάθαρσιν και μετήχθην εδώ. Ύστερον μου είπον ότι συνελήφθην ως οπαδός εις τας περιπετείας του Λάμπρου (Κατσώνη).
    Ερωτηθείς αν αυτά είναι αληθή, απήντησεν:
    - Είναι αληθέστατα. Ήδη προ πέντε ετών, ηυρισκόμην εις Σαραγόζαν (Σαραγόσα στην Ισπανία). Εκεί ανέλαβον υποχρέωσιν με τον κύριον Ίψον, Ρώσον στρατηγόν να συγκεντρώσω πολεμιστάς εκ Τουρκίας. Επελθούσης μετ’ εμού της συμφωνίας εκράτησα τον λόγον μου. Συνεκέντρωσα από την Τουρκίαν 800 Αρβανίτας (χριστιανούς), με έκαμαν καπετάνιον και διοικητήν και υπηρέτησα εις την ναυτικήν μοίραν με τον Ίψον, τον στρατηγόν Ταμάρα και τον κολονέλλον Λάμπρον. Επολέμησα πάντοτε κατά των Τούρκων».
    Ο Στεφανόπουλος γράφει ότι ο Ανδρούτσος είχε σχεδιάσει ευρύτατο επαναστατικό κίνημα εναντίον των Τούρκων αλλά απόφυγε να αναφέρει τους σκοπούς του στους


Βενετούς που βρίσκονταν τότε σε παρακμή και επιθυμούσαν να διατηρήσουν καλές σχέσεις με τους Τούρκους για να διασώσουν τις κτήσεις τους στην Αλβανία και στην Ήπειρο. Γι’ αυτό άλλωστε τον παρέδωσαν τελικά στους Τούρκους.
    «Εφονεύθησαν από τα όπλα του εχθρού περίπου 200 από τους άνδρας μου, μεταξύ των οποίων ήτο και ο αδελφός μου. Ήμην με τον Λάμπρον κατά τας τελευταίας στιγμάς, τότε που εκτυπήθη και εκατατροπώθη ο στολίσκος του. Διεσώθην εις τα Κύθηρα και κατόπιν επέρασα εις την Πρέβεζαν, θα ήτο η 20η Αυγούστου και εκεί ενωθείς με άλλους πέντε, που είναι τωρινοί μου σύντροφοι, ανεχώρησα δια το Σπάλατο, ίνα  υποστώ την υγιειονομικήν κάθαρσιν και αναχωρήσω ύστερα διά Πετρούπολιν με σκοπό να ζητήσω την πληρωμήν των μισθών μου και να εισπράξω πολλά χρήματα που μου ανήκουν, αλλά συνελήφθην και ωδηγήθην εδώ και ούτε γνωρίζω ποία θα είναι η τύχη μου».
    Όπως είναι γνωστό ο Ανδρούτσος μαζί με δύο συντρόφους του παραδόθηκε τελικά, με απόφαση της Βενετικής Γερουσίας, στον πασά της Βοσνίας. Σιδηροδέσμιοι οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και φυλακίσθηκαν στο Ναύσταθμο. Δύο χρόνια αργότερα ελευθερώθηκαν οι δύο σύντροφοί του, ύστερα από επίμονα διαβήματα του Ρώσου πρεσβευτή.
    Στην Πρέβεζα όπου βρίσκονταν οι δύο Στεφανόπουλοι τους πλησίασε μια γυναίκα «με σκοτεινό πρόσωπο, χλωμή και με χαμηλωμένα μάτια». Ήταν η γυναίκα του Ανδρούτσου, η οποία κρατούσε ένα υπόμνημα για το Γάλλο στρατηγό διοικητή της Κέρκυρας. Ήταν το τέταρτο. Ζητούσε να μεσολαβήσει η γαλλική πρεσβεία της Πόλης για την απελευθέρωση του συζύγου της, αναφέροντας ότι ενώ ο σουλτάνος αμνήστευσε επίσημα όλες τις πράξεις των Ελλήνων κατά τον τελευταίο ρωσοτουρκικό πόλεμο ο Ανδρούτσος παραμένει, εδώ και πολλά χρόνια, αλυσοδεμένος στο Μπάνιο της Πόλης.
    Τα διαβήματα υπήρξαν μάταια. Λένε πως όταν ο Γάλλος πρεσβευτής ζήτησε από το Μεγάλο Βεζύρη την απελευθέρωση του Ανδρούτσου εκείνος απάντησε:
    - Προτιμώ να σου δώσω τρία εκατομμύρια παρά αυτόν τον άνθρωπο.
    Ο Ανδρούτσος έμεινε στη φυλακή του Ναυστάθμου (Μπάνιο), όπου τελικά θα θανατωθεί μετά το 1797 κάτω από άγνωστες συνθήκες.

Πηγή: Δεύτερος τόμος του Κυριάκου Σιμόπουλου «Ξένοι ταξιδιώτες στη Ελλάδα».