Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

ΔΗΜΗΤΡΗ – ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ....



ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΤΟΥ ΔΙΟΡΘΩΤΗ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΙΩΝ

Λιακάδα λαμπρή, στις δόξες τους τα πεζοδρόμια. Στο ''Καφενείο'' οι θαμώνες ζήτησαν να ανεβάσουν την τέντα γιατί ο ήλιος τούς ζεσταίνει, όπως μου λέει ο σερβιτόρος, κι εγώ μετακομίζω στον ίσκιο γιατί ο ήλιος με σκοτώνει, όπως λέει η μάνα μου. Μερακλίδικα θα γίνει κι η δουλειά μου, απλωμένες στο τραπεζάκι 375 σελίδες τυπωμένες ιδίοις αναλώμασι (κι όμως, οι παλιοί, καλοί εκδοτικοί καιροί δεν παρήλθαν εντελώς!) , με τίτλο ''Τάματα κι Αναθήματα'', κάθου γύρευε τώρα, από έναν μερακλή Γιώργο συγγραφέα, κι έναν καραμπουζουκλή Γιάννη εκδότη : '' Φρόντισε λίγο και την γλώσσα, Δημητράκη.. το βιβλίο θα γίνει ομορφότερο...'', 375 σελίδες αναμένουν το κόκκινο bic μου. Μέχρι να φάω ένα μίνι σαντουιτσάκι, να μην ρίξω μια ματιά και σ' εκείνο το ταπεινό βιβλιαράκι, τελειώνοντας την ιστοριούλα για μιαν απελπισμένη άσχημη που, σκεφτόμενη την αυτοκτονία στα νερά
του Ευρίπου, πέφτει πάνω σ' έναν νεαρό αυτόχειρα φοιτητή που μόλις την... πρόλαβε, και τη, στιγμή που εκείνη φτάνει, έτοιμη για να την ..κάνει, τον ανασύρουν εκείνονε νεκρό ήδη απ' το νερό; Τα δοκίμια μπορούν να περιμένουν, με το καφεδάκι και το τσιγαράκι μετά. ΄Ολα καλά μέχρι που στέκεται μπρος μου και με ρωτάει: ''Σκοπεύω να παίξω, θα σάς ενοχλήσω;'' Η κιθάρα δίπλα, το καπέλλο, μισο-καουμπόικο, βγαίνει, κι απευθύνει και στους απέναντι του χειμερινού sun bathing το ερώτημα μετά χαιρετισμού ο νεαρός, αρχίζοντας ορμητικά: ''΄Εχω μια τίγρη μέσα μου, άγρια, λιμασμένη, που όλο με περιμένει κι όλο την καρτερώ...'' Δεν προλαβαίνω να πιάσω το κόκκινο bic στα χέρια μου, και ήδη μού απλώνει το καπέλλο για οβολόν ο... πεζοδρόμιος γόης....Φεύγοντας απέναντι, για να ενισχυθεί απ' τους άλλους, τους πολλούς - χωρίς βιβλία και τυπογραφικά δοκίμια στο τραπεζάκι εκείνους, - επειδή φαίνεται κι ομιλητικός και καθυστερεί, μπαίνω για λίγο στον οίστρο των κόκκινων σημαδιών πάνω στο τυπωμένο χαρτί - αχ! τι γιορτή διορθωτική! τώρα το pdf πρόγραμμα διορθώσεων μοιάζει φιλί απ' το τηλέφωνο, μπροστά στο κλασσικό κόκκινο bic και στο τυπωμένο χαρτί. '' Θα με κεράσετε κι ένα τσιγαράκι; Είναι η αγαπημένη μου μάρκα...'' - νάτονε, πάνω μου ξανά ο musician. '' Να σε κεράσω.. Πώς σε λένε;'' '' Δημήτρη.. Εσάς; ''  ''Δημητράκη..'' '' Ααα!! Τι σύμπτωση! Σάς άρεσε το τραγούδι που έπαιξα; '' '' Ναι, μού θύμιζε κάτι...'' ''Χαίνηδες... Αλλά, σουξέ του Ψαραντώνη... όλα κι όλα...Στην Κρήτη κόντεψαν να με σκοτώσουν όταν τόπαιξα.. Κανείς άλλος δεν μπορεί να το πει, εκτός του Ψαραντώνη το τραγούδι αυτό.. Τόχουνε για προσβολή... Αν ξέρατε πώς συγκρατήθηκα και δεν έπαιξα μπουνίδι...γιατί είμαι και πυγμάχος βλέπετε... και σ' άλλη μια συμπλοκή που έδειρα κάποιον στο δρόμο, έγινε μήνυση, τι νάλεγα στο δικαστήριο, όταν μούπε ότι τα χέρια σου, οι μπουνιές σου είναι όπλο δολοφονικό ο δικαστής.....''  Αχ κι εγώ τι να πω, Δημήτρη μου, που, αντί να διαβάσω την ιστοριούλα, άκουσα πρωινιάτικα ολόκληρη τη δική σου, κι όσο για την μποέμικη διορθωσούλα τυπογραφικών, ανέμελα στο καφενείο, μόλις μισή σελίδα έκανα, και τα μάζεψα άρον- άρον για το σπίτι - pdf πρόγραμμα, και πάλι pdf!  Υπολογιστής, σκύψε την καμπούρα σου, και άστα τα καφενεία, Δημήτρη-Δημητράκη! 
TAKHΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ