Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ (3ο )

Το πρώτο μέρος της αφήγησης
Το δεύτερο μέρος της αφήγησης 

Πηγή: Αλιβάνιστος

Όπως έχω αναφερθεί στην αρχή η ζωή και η κίνηση, ήταν στο βόρειο λιμάνι της Ερμιόνης, στη μικρή προβλήτα, αράζανε ψαρόβαρκες και μικρό- κάϊκα. Οι βάρκες του βαποριού, γιατί τα βαπόρια δεν πλεύριζαν στη προβλήτα, αλλά σταματούσαν στο ύψος περίπου του Μύλου και από εκεί γινόταν πάντοτε η επιβίβαση και η αποβίβαση με τις βάρκες, εκεί άραζε και η μπενζίνα του Γρηγόρη του Καραγιάννη, η οποία στη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής, έκανε τα δρομολόγια για τον Πειραιά, διότι τα βαπόρια είχαν επιταχθεί από το κράτος, για τις ανάγκες του στρατού, μεταφέροντας υλικά και εφόδια πολέμου, στο λιμάνι της Πρέβεζας.
Γιατί από εκεί γινόταν ο ανεφοδιασμός του στρατού, για το αλβανικό μέτωπο με τους Ιταλούς. Στο διάστημα της επίθεσης των Γερμανών τα περισσότερα τα βούλιαξαν τα στούκας (Γερμανικά πολεμικά αεροπλάνα). 
Στη μεγάλη προβλήτα αράζανε τα μεγάλα καΐκια, αυτά που πήγαιναν στην Μπαρμπαριά, του Απόστολου του Κατσογιώργη ο Μπαλαρμιώτης και η Αγία Μαρίνα, του Αντώνη και Γαβρίλη Γεωργίου (Σαλίακου), του Αντώνη του Νόνη (Κολινέκα), του Κοσμέτο, του Γιάννη του Οικονόμου (Νεότσιου). Παλαιότερα πηγαίνανε στη Μπιγκάζα με τα πανιά, αργότερα βάλανε μηχανές. Ερχόντουσαν και ξένα και αράζανε, προπαντός πολλά γριγρί με τις λάμπες τους με ασετιλίνη και ψάρευαν τη νύκτα στο Ερμιονικό κόλπο για αφρόψαρα και βλέπονταστα την νύκτα από μακριά σχημάτιζαν ένα ωραίο θέαμα, κατά την περίοδο που επιτρεπόταν το ψάρεμα με τις ανεμότρατες, ερχόντουσαν και αρέζανε στο λιμάνι.
Τώρα εμείς σαν μικρά παιδιά που είμαστε την εποχή αυτή, εκτός από το σχολείο, το οποίο και αυτό γινόταν μετ΄ εμποδίων λόγω του πολέμου και της κατοχής, είχαμε και τα παιχνίδια μας, ορισμένα από αυτά ηταν εποχιακα, Χριστούγεννα και πρωτοχρονιά το ρόλο, περισσότερο βέβαια για μεγαλύτερους διότι παιζότανε με χρήματα, από τα Μανδράκια γινόταν ο χαμός τις ημέρες αυτές, τις αποκριές ήταν η εποχή που φτιάνανε τις φελάνδρες (Αετούς), πηγαίναμε στου Γκόγκου και αγοράζαμε χρωματιστές κόλες και με καλάμια φτιάχναμε τις μάνες (βάσεις) και τις κολάγαμε στο σκελετό με αλεύρι, όταν δε υπήρχε σπάγκος, ξηλώναμε από πλεχτά μάλλινα τσουράπια (Κάλτσες) και φτιάχναμε την καλούμα.
Το καλοκαίρι κυρίαρχο παιχνίδι ήταν το κολύμπι και στο τέλος κάναμε απολογισμό πόσα μπάνια κάναμε, διότι οι περισσότεροι κάναμε πρωί και απόγευμα και υπολογιζόντουσαν διπλά. 
Τον Σεπτέμβριο μήνα όταν όλα ήταν έτοιμα για τον τρύγο, το λιμάνι και τα Μανδράκια γέμιζαν από άδεια ξύλινα βαρέλια του κρασιού, για να τα πλύνουν να τα καθαρίσουν και να αλλάξουν όσα στεφάνια (Κανάρια) είχαν καταστραφεί, αυτά τα περνάμε και παίζαμε, μαζεύαμε το ρετσίνι από  την λάσπη (την τρεμεντίνα) και φτιάχναμε τα φούσια.         Παλαιότερα είχα αναφερθεί στην εφημερίδα <Ερμιονίς> και στο περιοδικό της Βιβής Σκούρτη, για τα φούσια και κανάρια,
Επίσης αξέχαστα θα μας μείνουν και άλλα παιδικά παιχνίδια, το τζίτζι, το ξυλίκι (Πίτσι), το κουκούδι, η αμπάριζα, το κρυφτό, το κυνηγητό, τα πεντόβολα, τους βόλους, το μπίζ, τη μακριά γαϊδούρα, τις σβούρες, τα καρύδια, τις ασετιλίνες, ανοίγαμε μια λακκούβα ρίχναμε λίγο νερό και μέσα βάζαμε ένα κομμάτι ασετιλίνη (Ακετυλένιο), το σκεπάζαμε με ένα κουτί του γάλακτος και μία τρύπα από καρφί στο πάνω μέρος και με ένα ξύλο μακρύ με φωτιά το πλησιάζαμε στην τρυπούλα από μακριά, και αυτό πεταγόταν στα ύψη. 
Ένα διάστημα μας είχε πιάσει μανία με τις λίλες, ήταν κομμάτια από σπασμένα πιάτα, ανθοδοχεία, κλπ που είχαν διάφορες ζωγραφιές , από τα εργοστάσια που τα κατασκεύαζε,  επισημαίνω δε ότι ήταν περισσότερο κοριτσίστικο παιχνίδι, τις μαζεύαμε και τις δίναμε στα κορίτσια.

 Επίσης θα πρέπει να αναφερθώ στον κλύδωνα, παραμονή της γέννησης του Ιωάννου του προδρόμου 24 Ιουνίου, πηγαίναμε στο Μπίστι και μαζεύαμε καραμπούσια και ανάβαμε φωτιές, γιατί ήταν το έθιμο να περνάμε από πάνω, επειδή από την ημέρα αυτή άρχιζαν τα μπάνια στη θάλασσα.

 Ένα διάστημα το έθιμο αυτό μεταφέρθηκε στο βόρειο λιμάνι, και αφού πηδούσαμε τις φωτιές, πέφταμε κατ΄ ευθεία στη θάλασσα.  Υπήρχε δε προκατάληψης ότι ο,τι αρρώστια είχαμε, θα έφευγε, προπαντός η ψώρα, εξού και το Αρβανίτικο (Σιν Γιάννη ψώρεσε) και μόλις σβήνανε η φωτιές, οι κοπέλες με ένα κανάτι νερό (Το λεγόμενο αμίλητο), γυρνούσαν στις γειτονιές δεν μιλούσαν καθόλου και μέσα στο νερό ρίχναμε ένα προσωπικό αντικείμενο το ριζικάρι, οι ποιο πολλές ρίχνανε ένα κλειδί για να ξεκλειδώσει την τύχη τους, με την ελπίδα ότι κάτι καλό θα συνέβαινε στη ζωή τους.

 Εμείς που είμαστε κοντά στη θάλασσα, όλη την ημέρα και μέσα σ΄ αυτήν παίζοντας με βαρκούλες, καΐκακια και πολλές φορές μας έπιανε η μανία με τις πίλιζες, και παραβγαίναμε τίνος η πιλιζα θα κάνει τα περισσότερα πηδήματα επάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, πετώντας με κόλπο μια πέτρα πλακέ, ή ένα κομμάτι από κεραμικό (κεραμιδί) ως επί το πλείστον, διότι αυτό ήταν ποιο λείο και ελαφρύ και έκανε περισσότερα πηδήματα.

Πολλές φορές, παίρναμε τις σκάφες που πλένανε οι μητέρες μας τα ρούχα και τις κάναμε βαρκούλες, η ξυπολησιά έδινε και έπαιρνε, από Ιούνιο έως Σεπτέμβριο δε φοράγαμε παπούτσια, γιατί όλη την ημέρα είμαστε μέσα στη θάλασσα. Το αποκορύφωμα ήταν το αρμίδι, διαλέγαμε το ποίο ίσιο και μακρύ καλάμι, το αρματώναμε με πετονιά, παράμαλλα και αγκίστρια , και από βραδύς πιάναμε καρτσινές (όστρακα) για δόλωμα και πρωί- πρωί στο Μπίτι το φέρναμε βόλτα ψαρεύοντας πέρκες, γύλους, σπάρους, φερλεκούκια, κοκωβιούς, χιβες και ότι άλλο τσίμπαγε στο αγκίστρι, απαραίτητο στη κορυφή ήταν δεμένο ένα μεγάλο αγκίστρι για τα χταπόδια. Στην τσέπη μας θα υπήρχε πάντοτε ένα κομμάτι γαλαζόπετρα, τυλιγμένο σε ένα κομμάτι πανί άσπρο, για τα θαλάμια των χταποδιών.   

Πιστεύω να πήρατε μια ιδέα από την μικρή μου Παυσανιάδα που σας περιέγραψα για την αγαπημένη μας Ερμιόνη, θα συνεχίσω με γεγονότα του πολέμου και της κατοχής.

Το 1940, αφού είχε προηγηθεί ο τορπιλισμός του πολεμικού πλοίου <ΕΛΛΗ>, την ημέρα της Παναγίας στην Τήνο, από Ιταλικό υποβρύχιο όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, το οποίο είχε φύγει από τη Λέρο, διότι τότε τα Δωδεκάνησα ήταν υπό Ιταλική κυριαρχία από το 1926. Όταν μετά τον πόλεμο ο Γιάννης ο Μπαρδάκος (Γερμανός), παγαίνανε στα νησιά για ψάρεμα, ερχόταν στην Ερμιόνη και τραγουδούσε ένα τραγούδι, που είχε ακούσει στα νησιά και είχε σχέση με το τορπιλισμό της Έλλης και έλεγε:

<Μπαμπέσικα, μπαμπέσικα την ρίξαν (την τορπίλη), οι άνανδροι φρατέλοι, βούλιαξαν το καράβι μας το δοξασμένο Έλλη >.

Η 28η Οκτωβρίου μας βρήκε στη πρώτη τάξη Δημοτικού, με δασκάλα την κυρά Σοφία τη Βαρελά, ήταν μια μουντή Δευτέρα, τη ημέρα αυτή,αφού συγκεντρωθήκαμε στο προαύλιο του σχολείου για την προσευχή, μας είπαν πώς έχουμε πόλεμο και δεν θα κάνουμε μάθημα. Γύρισα στο σπίτι και η μητέρα μου με έστειλε στο βιβλιοπωλείο του κυρ Γιώργου του Μαρμάρινου, (το Μικράκι) όπως έχω περιγράψει πρωτύτερα και αγόρασα μπλε κόλες, για να βάλουμε στις πόρτες και τα παράθυρα για συσκότιση, να μην βλέπουν φώτα τα αεροπλάνα.

Επιστρατευτήκαν πολλά παλληκάρια από την Ερμιόνη και έφυγαν για το μέτωπο της Αλβανίας, διότι εκεί γινόντουσαν οι μάχες εναντίον των Ιταλών, οι οποίοι είχαν καταλάβει την Αλβανία με σκοπό να επιτεθούν εναντίον της Ελλάδος.

Στους Μύλους της Ερμιόνης είχαν εγκατασταθεί η αεράμυνα, με ένα φυλάκιο και με μια καμπάνα, η οποία κτυπούσε εν είδη συναγερμού, όταν έβλεπαν ύποπτα αεροπλάνα, μάλιστα εκεί υπηρετούσε και ο Μιχαλάκης ο Δάσκαλος.

Από τις εφημερίδες και τα ραδιόφωνα διαβάζαμε και ακούγαμε τα νέα από τον πόλεμο, τις μάχες και τις νίκες του στρατού μας και όταν κατάλαβαν οι δικοί μας την Κορυτσά στη Βόρεια Ήπειρο, έγινε ο χαμός σε όλη την Ελλάδα. Αρχισε όμως και ο χειμώνας στα βουνά της Αλβανίας, με φοβερό κρύο και χιόνια, οι στρατιώτες μας ήθελαν ζεστά ρούχα και άρχισε η αποστολή, της φανέλας του στρατιώτη, όλες οι Ελληνίδες έπλεκαν φανέλες και κάλτσες και ότι άλλο μάλλινο πλεκτό χρειάζονταν, για να προφυλαχτούν από το κρύο και τα φοβερά κρυοπαγήματα.

Στο ταχυδρομείο της Ερμιόνης, γινόταν ο χαμός από τα δέματα που έστελναν στους δικούς μας στρατιώτες. Και επειδή το σπίτι μου ήταν κοντά στο ταχυδρομείο και ο αδελφός μου μαζί με τον Μίμη τον Στανατιώτη, είχαν αντικαταστήσει στο ταχυδρομείο τους Στάθη Λίτσα και Τάσο Οικονόμου (Αδελφό του Γιάννη Τροκαντερό), γιατί είχαν πάει στο μέτωπο, μοιράζανε την αλληλογραφία στα σπίτια. Ο προϊστάμενος του ταχυδρομείου Γιώργος Κοκότης από τα Καλάβρυτα,  είχε αναθέσει στη μητέρα μου και στην αδελφή μου, πριν πάνε τα δέματα στο ταχυδρομείο  να περάσουν από το σπίτι μας, να δεθούν και να σφραγιστούν με βουλοκέρι.
Έτσι η μητέρα μου με ένα καμινέτο, έλιωνε το βουλοκέρι, το έβαζε σε ορισμένα σημεία του δέματος και το σφραγίζανε με μια  σφραγίδα, που είχε επάνω τρία γράμματα Τ.Τ.Τ. δηλαδή Ταχυδρομείο, Τηλεγραφείο, Τηλεφωνείο, για αυτό και οι υπάλληλοι τότε ονομαζόντουσαν Τριατατικοί. Έτσι περνούσαν οι μέρες του πολέμου, με τους Έλληνες να έχουν πάρει φαλάγγι τους Ιταλούς και η μια μετά την άλλη, όλες οι Πόλεις της Βορείου Ηπείρου να έχουν καταλειφθεί από τους Έλληνες, Άγιοι Σαράντα, Χιμάρα, Πρεμετή, Πόγραδετς, Τεπελένι, Κλεισούρα, Αργυρόκαστρο, με φοβερές μάχες προπαντός στο ποταμό Καλαμά (Αώος) και στα χιονισμένα βουνά, με πολλές απώλειες από τις δύο μεριές, προπαντός από τα κρυοπαγήματα, με αποτέλεσμα να τους κόβουν τα πόδια.
Στην Αθήνα, παίζονται επιθεωρήσεις στα θέατρα και Σατιρίζουν τον Μουσολίνι και τους Ιταλούς, και τους αρχηγούς του, προ παντός τον γαμπρό του τον Τσίανο, ο οποίος είχε πανδρευτεί την κόρη του Εντα και ήταν υπουργός εξωτερικών και ο Μουσολίνι του Τραγουδάει :
Αχ Τσίανο θα τρελαθώ Τσίανο, με τους τσολιάδες ποίος μου είπε να τα βάλω και η χώρα η πονεμένη, τον Ντουτσε περιμένει, μα που να τον βρει.
Η κόρη του Μουσολίνι η Εντα, είχε θαλαμηγό την Λαούρανα (Δαφνούλα) την μετέπειτα Νεράιδα του Λάτση που έκανε την συγκοινωνία από Πειραιά μέχρι Σπέτσες, από το ραδιόφωνο ακούγαμε τραγούδια σατιρικά και πατριωτικά και τα τραγουδούσαμε και παντού κυριαρχούσε το ΑΕΡΑ, που οι στρατιώτες μας μόλις βλέπανε Ιταλούς, φωνάζανε Αέρα και οι Ιταλοί γινόντουσαν άφαντοι. Εποχή άφησε το τραγούδι της Σοφίας Βέμπο :
Παιδιά της Ελλάδος, μες τους δρόμους τριγυρνάνε οι μανάδες  και ζητάνε ν΄ αντικρύσουνε, τα παιδιά τους που ορκίστηκαν στο σταθμό σαν χωρίστηκαν να γυρίσουνε, μα για κείνους που έχουν φύγει και η δόξα τους τυλίγει ας χαιρόμαστε και καμιά ποτέ μην κλάψει, κάθε πόνο της ας θάψει και ας ευχόμαστε, παιδιά της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε, πάνω στα βουνά, παιδιά στη γλυκιά Παναγιά προσευχόμαστε όλες, να ρθετε ξανά.

Και το σατυρικό τραγούδι, κορόιδο Μουσολίνι   :                                             
Με το χαμόγελο στα χείλη, πάν οι φαντάροι μας μπροστά. Και έγιναν         οι Ιταλοί ρεζίλη, γιατί η καρδιά τους δε βαστά. Θα πάρουμε τα μαντολίνα και της Κιθάρες στη γραμμή, θα μπούμε μέσα στη Αθήνα, κατά τετράδες στη γραμμή, κορόιδο Μουσολίνι, κανείς δε θα σου μείνει, εσύ και Ιταλία η πατρίς σου η γελοία, τρέμετε όλοι το χακί, δεν έχεις διόλου μπέσα και όταν θα μπούμε μέσα, ακόμα και στη Ρώμη, γαλανόλευκη θα υψώσουμε σημαία Ελληνική.

 Και ένα άλλο έλεγε:
Εις στο Τάραντα ένα βράδυ, Αγγλικά κάναν ρημάδι και ο Παπανικολής,  τους σαρώνει με μια βολή και μια μπόμπα του Κατσώνη, ένα πλοίο τους σαρώνει, στη Λιβύη άλλο πάλι, Αγγλικά κάναν ρημάδι και οι φασίστες πούσαν κει, έτρεξαν κι ήπιαν ρακί και φώναζαν τρομαγμένοι πάμε οι φτωχή χαμένοι. Στον κόλπο του Τάραντα ήταν ο ναύσταθμος των Ιταλών.
O Μουσολίνι παρακαλούσε τους Έλληνες και έλεγε:

Δώσε μου λίγα λιμάνια δώσε μου και την Αθήνα δώσε μου, αχ και τον Πειραιά, δώσε μου την Ήπειρο όλη, δώσε μου και τα νησιά σου, δώσε μας και τον Πειραιά… Έτσι φθάσαμε στα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά του πολέμου 40-41.            

Ο ανεφοδιασμός του στρατού μας, γινόταν από το λιμάνι της Πρέβεζας, και από εκεί τα πολεμοφόδια και τα τρόφιμα προωθούντο στο μέτωπο. Είχαν επιταχθεί όλα τα βαπόρια, αυτοκίνητα, άλογα, μουλάρια, για της ανάγκες του στρατού μας, κάποια στιγμή από Χριστούγεννα και μέχρι Μάρτη του 41 σταμάτησαν οι επιθέσεις και οι μάχες με τους Ιταλούς, αφού την είχαν πάθει με τους Έλληνες, ήθελαν να αναδιοργανωθούν και ετοιμαστούν για την εαρινή επίθεση, όπως την έλεγαν.
Όπως έχω αναφέρει, στα αλβανικά βουνά έκανε πολύ κρύο, χιόνια, βροχές, κακουχίες και τα περισσότερα θύματα ήταν από τα κρυοπαγήματα, διότι υποχρεωτικά έπρεπε να τους ακρωτηριάσουν, αλλιώς θα πέθαιναν από γάγγραινα. Υπέφεραν και από πείνα, γιατί οι Αλβανοί δεν ήταν φιλικοί μαζί μας και τα εφόδια ερχόντουσαν  δύσκολα  λόγω καιρού, όταν γύρισαν από το μέτωπο τον Απρίλη του 41 έλεγαν ότι πολλές φορές έτρωγαν βαμβακόπιτα, που την είχαν τροφή για τα ζώα.     Το Μάρτη του 41 άρχισε η εαρινή επίθεση των Ιταλών, αλλά και πάλι τους πήραμε φαλάγγι και κοντεύαμε να τους πετάξουμε στη θάλασσα.
Βλέποντας την κατάντια τους οι Γερμανία μας κήρυξε τον πόλεμο στις 6 Απριλίου, διότι ήταν σύμμαχοι τους, οπότε έχουμε πλέον δύο μέτωπα, ένα στην Αλβανία και ένα στα σύνορα με την Βουλγαρία, στην περιοχή  του Νέστου ποταμού, διότι από εκεί από τα οχυρά του Ρούπελ, έγινε η επίθεση των Γερμανών. Σε αυτά τα οχυρά υπηρετούσε τότε ο Ερμιονίτης Βασίλειος Κων/νου Νάκος του (Πράμα).

Αντέξαμε 20 ημέρες,, στην τότε πανίσχυρη μηχανή του Κόσμου τη Γερμανική, στις μέρες αυτές αφού το μέτωπο της Αλβανίας είχε καταρρεύσει και οι στρατιώτες επέστρεφαν στα σπίτια τους, με ότι μεταφορικό μέσω ευρίσκαν, οι περισσότεροι με τα πόδια και ένας εξ αυτών ο Ερμιονίτης Τρύφωνας Οικονόμου (Κουνούρε).
Ο Τρύφωνας είχε φτάσει από την Αλβανία οδικώς με τα πόδια,  κάπου κοντά στο Αργος, και σε μια επίθεση των Γερμανικών στούκας, σκοτώθηκε.
Στην Ερμιόνη, τις μέρες αυτές ήρθαν δύο επίταχτα Βαπόρια, το ένα το λέγανε Ολλανδία της εταιρίας Καλιμανόπουλου, περίπου 8.000 τόνων με γενικό φορτίο, το οποίο προοριζόταν για το μέτωπο της Αλβανίας και προσπαθούσαν να σωθούν πηγαίνοντας προς την Κρήτη.

 Το Ολλανδία το άραξαν στο Μουζάκι, δυτικά από την σπίθα του μπουγαζιού, εκεί που είναι κάτι κάθετες σχισμές στο βουνό και το άλλο ένα πολύ μικρότερο, πάλι της ιδίας εταιρίας ο Τάσος, στον Κουταβά, κάτω από τα κτήματα του Κατσαρού, αυτό ήταν γεμάτο με βαρέλια και δοχεία  πετρέλαιο και  βενζίνα.

 Το Ολλανδία (θα αναφερθώ σε χρονικό άλλη φορά )το άραξαν σε σημείο που δεν μπορούσαν να το κτυπήσουν τα στουκας, τα οποία ήταν τρομερά αεροπλάνα, καθέτου εφορμήσεως, κατέβαιναν πολύ χαμηλά αλλά εκεί μπροστά τους ήταν το βουνό, δεν μπορούσαν να φύγουν. Επί τρείς ημέρες το κτυπούσαν με βόμβες, αλλά δεν μπορούσαν να το βουλιάξουν και αναγκάστηκε το πλήρωμα ένα βράδυ, να το βουλιάξουν και να πάει στον πάτο, με όλο το εμπόρευμα που είχε, το ίδιο έγινε και με τον Τάσος στον Κουταβα, αυτό βούλιαξε με τη πλώρη και η πρύμη ήταν έξω από την επιφάνεια της θάλασσας.      
Την νύκτα πριν το βουλιάξουν, έγινε το πλιάτσικο, δεν άφησαν πετρέλαιο και βενζίνες από τους Ερμιονίτες και άλλους, θυμάμαι ότι την άλλη μέρα πιασαν πολλούς και τους έκλεισαν στη φυλακή, η οποία όπως έχω αναφέρει ήταν δίπλα στο σπίτι της Μαρίας της Τζανού, Καρακατσάνη,    στο σπίτι του μπάρμπα Αποστόλη του Κατσογιώργη και μου είχε κάνει εντύπωση, ότι είχε ένα μεγάλο παράθυρο, που το είχανε κλείσει με τούβλα και είχαν αφήσει ένα κομμάτι στο επάνω μέρος, για να φέγγει.

Για πολλά χρόνια εκεί που βούλιαξαν το Ολλανδία, στο Μουζάκη, λέγαμε: Που θα πάμε για ψάρεμα; Δε λέγαμε στο Μουζάκη αλλά στο Ολλανδία, στο Τάσο και όχι στον Κουταβά. Ένα πρωί τις μέρες αυτές, αφού με τα στούκας γινόταν ο χαμός με τα πλοία, που πήγαιναν στην Κρήτη, στο μεγάλο αυλάκι στο Κρόθι, που είναι κάτω από το βιολογικό, άραξε ένα αντιτορπιλικό  γεμάτο Νεοζηλανδούς στρατιώτες, οι οποίοι βγήκαν στο σημείο αυτό και με τα πόδια ήρθαν στην Ερμιόνη, πήραν νερό και τρόφιμα και έφυγαν για την Κρήτη.  Από ότι  μάθαμε μετά, το βούλιαξαν τα στούκας στο Μητρώο πέλαγος, κάτω από τα Τρίκερι την άλλη μέρα που έφυγαν από την Ερμιόνη .

Σε 20 ημέρες οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα και όλη η Ελλάδα πλέον ήταν υπό Γερμανική και Ιταλική κατοχή. Tο Μάρτη του 41 ήρθαν στην Ερμιόνη 2 Γερμανοί στρατιώτες, Αυστριακής καταγωγής, τον ένα τον έλεγαν Βίλη και τον άλλον Μπρούνο, επίταξαν το σπίτι του Ανδρέα του Πραχαλιά, πάνω από το μαγαζί και ο γιος του Άγγελος και συμμαθητής μας, τους έκανε φίλους.  
Ο Γερμανοί στην Ερμιόνη περισσότερο συμπεριφερόντουσαν σαν τουρίστες και ενδιαφέρονταν πολύ για τους αχινούς της θάλασσας. Μία μέρα του καλοκαιριού στο Αλατοβούνη έπιασε φωτιά και προσπαθούσαν να μαζέψουν άνδρες, για να πάνε να την σβήσουν, αλλά με τι μέσα να πήγαιναν εκεί, και ένα μέρος του κάηκε. Στο διάστημα που εκάθησαν από Μάη του 41 έως Οκτώβρη του 41 δεν δημιούργησαν κανένα πρόβλημα, έφυγαν και ήρθαν καμιά 15 Ιταλοί, η στρατιωτική τους στολή ήταν πράσινη και φορούσαν ένα καπέλο, που στο αριστερό του μέρος είχε ένα κοκορόφτερο.

 Επιτάξανε το σπίτι του μπάρμπα Αποστόλη του Κατσογιώργη, όχι το διώροφο το πατρικό, αλλά το σημερινό τριώροφο, και το ονόμασαν Καζάρμα, σπίτι του στρατού, οι περισσότεροι ήσαν καλοί άνθρωποι, τους άρεσαν τα τραγούδια με τις κιθάρες, πιάσανε φιλίες με τους  Ερμιονίτες, ερχόντουσαν τακτικά τις Κυριακές στις εκκλησίες, τους άρεσε το κρασί, πήγαιναν πολλές φορές στις ταβέρνες, υπήρχαν όμως και τα φασιστόμουτρα που δημιουργούσαν προβλήματα με τους  ντόπιους, αλλά τι να κάναμε ήταν στρατός κατοχής και έπρεπε μερικά πράγματα να τα υποστούμε .

Θυμάμαι το Πάσχα του 42 δεν μας άφησαν να κάνουμε Ανάσταση έξω και υποχρεωτικά η Ανάσταση έγινε μέσα, φαίνεται είχαν μάθει ότι στην Ορθόδοξη Ανάσταση, γίνεται χαμός από τα βαρελότα και τα τρίγωνα, για αυτό και το απαγόρευσαν, αλλά το τι έγινε εκείνο το Πάσχα μέσα στην εκκλησία δεν περιγράφεται, είχαν κυκλοφορήσει τότε κάτι κροτίδες, σαν τις καραμέλες τσάρλεστον, είχαν μέσα πυρίτιδα και στο χαρτί ένα είδος  βούλας, σαν καψούλι, με το πέταγμα κάτω με δύναμη με το χέρι, γινόταν έκρηξη, ντουμάνιαζε από τους καπνούς η εκκλησία και  καήκανε πολλές κάλτσες και φορέματα γυναικών, οπότε την άλλη χρονιά το Πάσχα μας άφησαν οι Ιταλοί και κάναμε Ανάσταση έξω στην εξέδρα.
Γινόντουσαν και ορισμένα γεγονότα εις βάρος Ερμιονιτών τα οποία εμείς που ήμαστε μικροί τότε δεν μπορούσαμε να έχουμε γνώμη και κρίση για τα δρώμενα και λεγόμενα εις βάρος των ντόπιων.  

Φαίνεται ότι το σπίτι αυτό του μπάρμπα Αποστόλη δεν τους βόλευε και μετά από κάμποσους μήνες φεύγουν και μετακινούνται στο δημοτικό σχολείο (Δημαρχείο) αφήνουν ελεύθερη τη Βορινή αίθουσα, στην οποία έκανε μάθημα η Τετάρτη δημοτικού, με δασκάλα την κυρία Κατίνα Παπαβασιλείου, οι υπόλοιπες τάξεις μοιραστήκανε και κάναμε μάθημα στο Καποδιστριακό, στην αίθουσα που μας έκανε μάθημα η κυρία Κατίνα Βρεττού.  Συνεχίζεται…