Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Κάνναβη: Από τη χρηστικότητα στην απαγόρευση



Μπαλκόνι στην Ισπανία 

Του Γιάννη Λακούτση
Η σχέση του ανθρώπου με την κάνναβη χάνεται στα βάθη των χιλιετηρίδων.
Αρχαιολογικά, τα πρώτα παλιότερα ευρήματα χρήσης κάνναβης τα έχουμε στην Ταϊβάν, πριν από 10.000 χρόνια, στην Κίνα, πριν από 6.000 χρόνια και στο κινεζικό Τουρκμενιστάν, πριν από 5.000 χρόνια. Τότε υποτίθεται ότι ανακαλύφτηκαν και οι ιαματικές ιδιότητες του φυτού, όπως και οι παραισθησιογόνες ιδιότητές του. Το εύρημα όμως ενός κομματιού υφάσματος από κάνναβη έξω από το Ικόνιο της Τουρκίας, με χρονολόγηση 6.000 π.χ, όπως και η ανεύρεση σπόρων κάνναβης σε θρακικό τάφο του 3.000 π.χ στη σημερινή Ρουμανία, περιπλέκουν το θέμα του «εφευρέτη» της αξιοποίησής της. Καλλιεργήθηκε επίσης στην Ινδία, Μεσοποταμία, Αίγυπτο και Αρχαία Ελλάδα. Διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στη διατροφή, την ιατρική, τις θρησκευτικές τελετουργίες και ως πρώτη ύλη στην παραγωγή προϊόντων. Στην αρχαία Ελλάδα η τελετουργική χρήση χασίς από τους Σκύθες , αλλά και από άλλες φυλές, καταγράφεται λεπτομερώς από τον Ηρόδοτο, ( βιβλίο 4 στχ. 4.75.1).
« Λοιπόν οι Σκύθες παίρνουν το σπόρο απ’ αυτό το καννάβι, μπαίνουν κάτω από τις τέντες κι απλώνουν το σπόρο πάνω στα πυρωμένα λιθάρια κι ετούτος ο σπόρος μόλις τον απλώσουν καίγεται και δίνει αχνό τόσο πολύ, που βάζει κάτω κάθε ελληνικό ατμόλουτρο κι οι Σκύθες να ουρλιάζουν από αγαλλίαση».Το ότι η καλλιέργειά της ήταν πλέον εκτεταμάνη, στα μέρη αυτά, φαίνεται και από τη διήγηση του Παυσανία για την Ηλεία: « την μεν δη κανναβίδα την λίνον και την βύσσον σπείρουσιν όσοις η γη τρέφειν εστίν επιτείδιος». ( Ηλιακά VI 26.6).
Μετά τη σύσταση του νεότερου Ελληνικού κράτους, ξεκίνησε η
καλλιέργεια της κλωστικής κάνναβης για εμπορικούς σκοπούς, μέχρι την τελική απαγόρευσή της το 1957. Η χώρα μας μαζί με την Τουρκία και την Αίγυπτο αποτελούσαν σημαντικές εξαγωγικές δυνάμεις κάνναβης. Η χρήση ήταν ελεύθερη και η καλλιέργεια γινόταν σε πρόσφορα και αποδοτικά εδάφη όπως αυτά της Πελοποννήσου.

Η Ινδική κάνναβη ήταν μια σημαντική πρώτη ύλη για την παγκόσμια παραγωγή φυτικών κλωστών, υφασμάτων, φωτιστικού λαδιού, χαρτιού, φαρμάκων και ειδών διατροφής για ανθρώπους και ζώα. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, το 90% καραβόπανων, το 80% των σχοινιών, το 75-90% του χαρτιού και το 80% των υφαντουργικών προϊόντων που κατασκευάζονταν διεθνώς, φτιάχνονταν από κάνναβη. Μέχρι το 1800 το λάδι από τους σπόρους της κάνναβης κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας κατανάλωσης φωτιστικού λαδιού. Μετά από το 1870 άρχισε να αντικαθίσταται από τα προϊόντα πετρελαίου.
Το 1870 οι νομοί Αργολίδας και Αρκαδίας, πρωτοστατούσαν στην καλλιέργεια κάνναβης. Η Τρίπολη από τα μέσα του 19ου αιώνα αποτελούσε κέντρο καλλιέργειας και εμπορίας χασίς. Μετανάστες από την Ανατολή , την Αίγυπτο, την Κύπρο, δίδαξαν, με υπουργική διαταγή, στον Δήμο Ορχομενού Μαντινείας, τη μεθοδολογία της καλλιέργειάς της. ( περιοδικό «Ελληνική Γεωργία» 1887).


Η παραγωγή στη Μαντινεία ανερχόταν στις 5.000.000 οκάδες. Το χασίς, του οποίου η φήμη το κατέτασσε ανάμεσα στα καλύτερα του κόσμου, εξάγονταν στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή. Η σπορά γινόταν από το Φεβρουάριο μέχρι τον Απρίλιο. Τα δενδρύλλια ωρίμαζαν μέχρι τον Αύγουστο, τα έκοβαν τα άπλωναν να ξεραθούν για 10 ημέρες. Τα μάζευαν σε δεμάτια  και τα αποθήκευαν. Χαρακτηριστικές αναφορές της επίδρασης κατά τη συγκομιδή  τους είναι ότι οι νεαρές κοπέλες της περιοχής, όταν έφευγαν από το χωράφι για το σπίτι τους, ήταν πάντα εύθυμες και πειρακτικές απέναντι στους περαστικούς. « Όλαι αι εργάτιδες τραγωδούν και χαριεντίζονται όλην

την ημέραν. Πολλάκις δε την εσπέραν ενώ επιστρέφουν εκ της εργασίας των είνε σχεδόν τρελλαί από ζωηρότητα και προβαίνουν εις διαφόρους σκηνάς προς τους διαβάτας που συναντούν»  ( ΣΚΡΙΠ 13 Σεπτ. 1902). Η καλλιέργεια σταμάτησε εξαιτίας επίμονων πιέσεων της βρετανικής διπλωματίας ότι δεν θα αγόραζαν στο εξής ελληνική σταφίδα, αν δεν έπαυε η καλλιέργεια και εξαγωγή χασίς. Ο λόγος ήταν ότι
 ότι οι Αιγύπτιοι εργάτες κάπνιζαν πολύ χασίς, δεν ήταν σε θέση να εργαστούν και έτσι μειωνόταν η ντόπια παραγωγή. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το 1906 η ελληνική κυβέρνηση να επιβάλλει φόρο στην καλλιέργεια καθώς και τελωνειακούς περιορισμούς. «… Επιβάλλεται από του έτους 1906  έγγειος κατά στρέμμα φόρος επί των προς παραγωγήν Ινδικής καννάβεως σπειρομένων γαιών, οριζόμενος μετά του κατά ΨΙΓ νόμον του 1878 ποσοστού οδοποιίας εις δραχμάς οκτώ κατά στρέμμα.) νόμος 3123/15/6/1906. Από το 1915 έως το 1919, ο πόλεμος, ο ναυτικός αποκλεισμός και η ραγδαία αύξηση της τιμής των δημητριακών, είχαν ως αποτέλεσμα να σταματήσει η οργανωμένη καλλιέργειά της.
Το 1919 η Συνθήκη των Βερσαλλιών  είχε θέσει ως όρο να καταργηθεί η καλλιέργεια χασίς λόγω εθισμού κι επιβλαβών επιπτώσεων στην υγεία. Με το νόμο 2107/14/3/1920, « απαγορεύεται η καλλιέργεια, η εμπορία και η κατανάλωση ινδικής καννάβεως…». Για τα μάτια του κόσμου, βέβαια λόγω συμβατικών υποχρεώσεων που απορρέουν από την Συνθήκη. Η εφαρμογή, όμως, του νόμου αυτού διαρκώς αναβάλλεται λόγω του ότι το εμπόριο χασίς ήταν βάλσαμο στη βαριά τραυματισμένη οικονομία. Το 1924 νόμος 3070/31/3 επαναφέρονται οι διατάξεις του 1906 και μετατίθεται η υλοποίηση του νόμου 2107 την 1η Ιανουαρίου 1926.Τον Οκτώβριο του 1927 οι αστυνομικές αρχές της πρωτεύουσας αναφέρουν ότι επισήμως λειτουργούν 35 χασισοποτεία στην Αθήνα και 25 στον Πειραιά. Το 1928 υπήρχαν στην Ελλάδα δέκα εργοστάσια τα « κανναβουργία», τα οποία επεξεργάζονταν την ίνα κυρίως για τη δημιουργία σκοινιών.


Στον νόμο 5539/23/6/1932, αντιμετωπίζονται, για πρώτη φορά, το χασίς και το όπιο σαν ναρκωτικά. Στις 6 Φεβρ. 1934 προωθείται ο νόμος 6025, με τον οποίο γίνονται αυστηρότερες οι ποινές για τους χρήστες, φυλακές εξορίες, πρόστιμα. Από το 1933, οι  αστυνομικές Αρχές, σφραγίζουν και καταγράφουν τις εντοπιζόμενες ποσότητες,
οι οποίες, επισήμως, δηλώνονται ότι καίγονται. Τη χρονιά αυτή η Βουλή συμβιβάζεται με τους καλλιεργητές και εμπόρους χασίς τους επιδοτεί ως αγρότες
και αγοράζει το εμπόρευμα. Περίπου 85.000 κιλά συγκεντρώνονται στις κρατικές αποθήκες αντί 100 εκατομμυρίων δραχμών. Οι τιμές εκτινάσσονται στα ύψη λόγω της έλλειψης και οι έμποροι γίνονται πάμπλουτοι, αφού και επιδοτούνται και διαθέτουν από τα κρυφά τους αποθέματα άφθονο «χόρτο».
Η κάνναβη είναι ιδανική για την παραγωγή χαρτιού ( παρέχει τετραπλάσιες ποσότητες ινών ανά στρέμμα απ΄ ό,τι τα δένδρα, χωρίς τα τοξικά υποπροϊόντα κοπής τους), για την παραγωγή μονωτικών υλικών, βερνικιών, καλλυντικών. Επίσης τα πάνινα αθλητικά παπούτσια και τα ρούχα που είναι υποαλλεργικά, κατασκευάζονται από ίνες κάνναβης, ενώ οι αυτοκινητοβιομηχανίες αντικαθιστούν τις ίνες fiberglass
με εκείνες της κάνναβης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, συνεκτιμώντας όλα αυτά τα προτερήματα, έκδωσε το 1990 την οδηγία 1308, βάσει της οποίας επιδοτεί την καλλιέργεια κάνναβης. Οι καλλιεργητές, ενώ είναι παράνομοι στην Ελλάδα, δικαιώνονται στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο.
Από το 1936, χρονιά απαγόρευσης της κάνναβης στην Ελλάδα, μετά από Αμερικανικές πιέσεις, τα ελληνικά κανναβουργεία οδηγήθηκαν στην πτώχευση με το τελευταίο κανναβουργείο να κλείνει στην Κέρκυρα αρχές του ’80. Σήμερα, η ιστορία και οι αξίες της κάνναβης ξεχάστηκαν. Μόνο στην Έδεσσα σώζεται το μοναδικό πια κανναβουργείο, με τα παλιά – άριστα διατηρημένα μηχανήματά του, για να θυμίζει το άγνωστο παρελθόν της Ελλάδας.


Κανναβουργεία Έδεσσας.