Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

ξέμπαρκοι - S/S Ἰόνιον 1934

Της Έλλης Βασιλάκη


Ὁ Νίκος Καββαδίας ὁ μεγάλος αὐτὸς «λαϊκὸς» ποιητὴς εἶναι πάντα ὁ ἀγαπημένος τῶν ἀνθρώπων τῆς μουσικῆς. Ἔχουν γίνει, μπορῶ νὰ πῶ, πάρα πολλὲς δουλειὲς πάνω στὴν ποίησή του. Λίγες εἶναι κατὰ τὴν γνώμη μου οἱ καλές. Κι αὐτὸ γιατὶ πιστεύω ὅτι ἡ ποίηση καὶ εἰδικότερα ἡ ποίηση τοῦ Καββαδία δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μελοποίηση γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ἡ μελωδία καὶ ὁ ρυθμὸς βρίσκονται καὶ βγαίνουν μέσα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν λόγο.
Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, στάθηκα στὴν δουλειὰ τῶν δύο φίλων ἀπὸ τὸ Ναύπλιο, τῶν «Ξέμπαρκων» ὅπως σωστὰ τοὺς ὀνόμασαν. Αὐτὰ τὰ παιδιὰ δὲν παῖξαν τοὺς «συνθέτες» εἰς βάρος τῆς ποίησης. Πῆραν δύο κιθάρες καὶ μὲ τὶς ἀκατέργαστες -ἂν μπορῶ νὰ πῶ- φωνές τους ἀπάγγειλαν μελωδικὰ τὰ ποιήματα τοῦ Καββαδία.
Ἔτσι, σὰ ν᾿ ἀκοῦς δύο φωνὲς μέσα ἀπὸ τὴν κουκέτα ἑνὸς φορτηγοῦ στ᾿ ἀνοιχτὰ κάποιας μεγάλης θάλασσας.

Δήμητρα Γαλάνη



"Κάποτε είχα μια γάτα...
 Μια μικρήν μαύρη γάτα.
 Το μαύρο έχει πάντα ιδιαίτερη γοητεία...
 Ψόφησε
 καθώς ψοφούν όλες οι γάτες που τις πιάνει το σίδερο στα καράβια...
 Όταν την έριξα στην θάλασσα
 και γύρισα για να την σκεφτώ στη συνηθισμένη μου θέση
 ένιωσα κάτι να τρέχει μέσα στο στήθος μου για πολλή ώρα
 και κατάλαβα πως έκλαιγα μέσα μου.
 Δεν είν' ωραίο να κλαίει κανείς χωρίς δάκρυα."
 Νίκος Καββαδίας - Το Ημερολογιο Ενός Τιμονιέρη

Oι Γάτες των Φορτηγών

Oι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ' τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
Tα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι' αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.
* Eίναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
  κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό·
  κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
  πως αναλύεται σ' ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
* Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
  κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι' αυτό·
  κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τούς κοιτάζει,
  θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
Tης έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ' το μαύρο θάνατο μ' αυτό.
Γιατί είναι τ' άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο το τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ' ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
Λίγο πριν απ' το θάνατον από τους ναύτες ένας,
―αυτός οπού 'δε πράματα στη ζήση του φριχτά―
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μέσ' στη θάλασσα την άγρια την πετά.
Kαι τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.

Νίκου Καββαδία 

______________________________
_________________________
* αυτό το δίστροφο του ποιήματος δεν τραγουδιέται
Μελοποίηση - ἑρμηνεία: Ἠλίας Ἀριώτης - Νότης Χασάπης (Ξέμπαρκοι)
Ἀντώνης Τουρκογιώργης: μπάσσο
Ἠλίας Ἀριώτης: κιθάρα
Νότης Χασάπης: κιθάρα
Μάνος Ἀβαράκης: φλογέρα, φυσαρμόνικα
Μιχάλης Τρανουδάκης: ἀκορντεόν
Σπύρος Γατζιᾶς: πνευστὰ
Τάκης Μαρινάκης: κρουστὰ
Τάσος Καρακατσάνης: πιάνο
Παραγωγή: Γιῶργος Μακράκης
Ἠχογράφηση: Echo Studios
Φωτογραφία ἐξώφυλλου καὶ σχεδίαση: Χάρης Σπυρόπουλος
MINOS-EMI (c) 1986