Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

Ταυτότητες πέρα από ληξιαρχικές - γραφειοκρατικές διατυπώσεις (Συνέντευξη του Τάκη Σπετσιώτη)


Ταυτότητες

    Πέρα από ληξιαρχικές - γραφειοκρατικές διατυπώσεις


Πρωτοβουλία Ενεργών Πολιτών Ερμιόνης αποθησαύρισε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη του 2004, ενός δικού μας ανθρώπου, του Τάκη Σπετσιώτη στην συμπατριώτισσά μας φιλόλογο κ. Μυρσίνη Σαμαρά. Μιλώντας, ο γνωστός σκηνοθέτης -συγγραφέας εξαντλεί τα θέματα με τα οποία καταπιάστηκε στις ταινίες, τα βιβλία και τις παραστάσεις του, μ' ένα τρόπο που ξεπερνά το απλό  καλλιτεχνικό τους ενδιαφέρον και τους δίνει μια παιδαγωγική και ευρύτερα κοινωνική διάσταση.

Λόγω της έκτασής της η συνέντευξη θα δημοσιευτεί σε τρεις συνέχειες σήμερα, αύριο και μεθαύριο."
(Το α΄μέρος εδώ )       (Το β΄μέρος εδώ )
 (Το τελευταίο μέρος  εδώ )

Με τη συνέντευξη αυτή,  που πήρα από τον αγαπητό συμπατριώτη Τάκη Σπετσιώτη, θέλησα να καταγράψω τη δημιουργική πορεία του ως σκηνοθέτη και ως συγγραφέα και να τον αφήσω να μας μιλήσει από τη δική του οπτική για το έργο του, να αυτοπροσδιοριστεί, σε εποχές που η ελληνική κοινωνία βρισκόταν σε μια νέα τροχιά  ζυμώσεων και προσδοκιών, τόσο στον αστικό όσο και στον επαρχιακό τόπο. Γιατί ένα βιογραφικό στις στήλες των λεξικών ή μια επιμέρους εντύπωση δεν είναι αρκετά, αν δεν ακούσουμε τον ίδιο το δημιουργό να καταθέτει την ουσία του έργου του. Θέλησα, επίσης,να φτιάξω μια γέφυρα στη σχέση του κινηματογράφου με τη λογοτεχνία και την ελληνική παιδεία.
Μ.Σ.
     Μ.Σ. Είχαμε συνηθίσει μέχρι τώρα να σε παρακολουθούμε ως σκηνοθέτη σε ταινίες σου ή σε παραστάσεις σε αθηναϊκά θέατρα. Από αυτή την οπτική γωνία τι σε ενδιέφερε να δώσεις και πώς το εισέπραξε το κοινό;

      Τ.Σ. Από τα χρόνια των σπουδών μου σκηνοθεσίας κινηματογράφου, όπου είχα βρεθεί λίγο - πολύ τυχαία, δεν είχα αποφασίσει με τι ακριβώς θα ασχοληθώ. Με κάποιους συμφοιτητές μου μιλούσα περισσότερο για λογοτεχνία παρά για κινηματογράφο σε βαθμό που κάποιος κακεντρεχής συμφοιτητής να σχολιάσει: Ο Τάκης εξακολουθεί να βλέπει λογοτεχνικά τον κινηματογράφο; Έκανε περισσότερη εντύπωση μια ευχέρεια που είχα στο λόγο, στις λέξεις, όπως «χοϊκός», που θυμάμαι ότι είχα κάποτε χρησιμοποιήσει σε μια κουβέντα, παρά οι επιδόσεις μου στη φωτογραφία και στο φωτισμό.
Είχα διαβάσει από τα γυμνασιακά μου χρόνια αρκετά και -όπως ήταν επόμενο- είχα αρχίσει να γράφω πεζοτράγουδα και διηγήματα και πού και πού να τα δημοσιεύω σε βραχύβια περιοδικά. Ταυτόχρονα έκανα και τις σπουδαστικές μου ταινίες μικρού μήκους, τη «Λίζα και την Άλλη» και την «Καλλονή», επάνω στη σεξουαλικότητα, το φύλο, θέματα για τα οποία δεν ξεστομιζόταν κουβέντα ακόμα τότε, στα 1976 -’77, την άκρως πολιτικοποιημένη εποχή της μεταπολίτευσης. Κι όμως πολιτικά θέματα είναι και αυτά και μάλιστα η πολιτική ιστορία του σώματος.
Αναντίρρητα, παρά τις στιλιστικές μέριμνές μου, τις οποίες ποτέ δεν αμελούσα, το πώς δηλαδή εκφράζει κάποιος κάτι με το λόγο ή την εικόνα, αυτό που πρωτίστως με ενδιέφερε ήταν το περιεχόμενο για θέματα που δεν είχαν εκφραστεί από άλλους, όπως εγώ τα είχα βιώσει ή σκεφτεί και που είχα την αίσθηση πως κάτι έπρεπε να προσθέσω.
      Αργότερα, μετά τη στρατιωτική θητεία μου, κόλλησα για μια δεκαετία και πλέον στον κινηματογράφο. Τα θέματα που διάλεξα ήταν αποκλειστικά από το χώρο της λογοτεχνίας που με ενδιέφερε. Δεν έκανα ακριβώς προσωπικές ταινίες αλλά ταινίες που συνέδεαν τον κινηματογράφο με τη νεοελληνική παιδεία. Για το «Μετέωρο και Σκιά»,  το έτος 1985, ειπώθηκε ότι ήταν η πρώτη ελληνική ταινία που έγινε για τη ζωή ενός έλληνα ποιητή, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον οποίο τότε γνώριζαν πολύ λιγότεροι άνθρωποι. Αλλά δεν έχει τόσο σημασία το να κάνεις ταινία έναν λιγότερο ή περισσότερο γνωστό ποιητή, όπως έκαναν σκηνοθέτες που με ακολούθησαν. Σημασία έχει το πώς συνδέονται μεταξύ τους η επιλογή σου, του ποιητή για ταινία, με την αγωνία του υπόλοιπου έργου σου και σίγουρα με τη θεματολογία σου, όπου  συνυφαίνεται και το ζήτημα του αυτοπροσδιορισμού. Π.χ. το στοιχείο του αυτόχειρα ομοφυλόφιλου ποιητή  του «Μετέωρου» και η σύνδεσή του με
αυτό του δωδεκάχρονου παιδιού του  μυθιστορήματος «Δελτίον Ταυτότητος» - που, βιώνοντας τραυματικά την πρώτη του ομοφυλοφιλική εμπειρία σε στενό επαρχιακό περιβάλλον, οδηγείται σε μια συμβολική αυτοκτονία-, αυτό είναι που μετράει, και όχι ότι πρώτος εσύ διάλεξες έναν ποιητή για ταινία που μετά έγινε και λίγο μόδα…
 Διασκεύασα και το μοναδικό διήγημα του Κ. Καβάφη για τηλεταινία  «Εις το φως της ημέρας», το 1987 και το διήγημα του Εμμ. Ροΐδη  «Το παράπονο του νεκροθάπτου», το1991, για μια ταινία με τίτλο «Κοράκια». Μ’ ενδιέφερε ένας εμπλουτισμός της ελληνικής κινηματογραφίας με θέματα και νοήματα από τον παλιότερο, ως παράδοση, χώρο της γραφής. Από την εποχή των «Κορακιών» κι ύστερα, αντιμετώπισα εξαιρετικές δυσκολίες εξεύρεσης χρηματοδότησης. Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (Ε.Κ.Κ.), ο μοναδικός φορέας χρηματοδότησης ελληνικών ταινιών, απέρριψε δυο μου προτάσεις, τη δεύτερη αν και είχε ενισχυθεί από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Σεναρίων και βασιζόταν αυτή τη φορά σ’ ένα προσωπικό μου σενάριο, και απογοητευμένος εκείνη την εποχή τα εγκατέλειψα.
      Τα λιγοστά πράγματα που έκανα στο θέατρο έγιναν ύστερα από παραγγελίες. Δηλαδή την «Ψυχολογία Συριανού συζύγου», από σύμπτωση διήγημα πάλι του Εμμ. Ροΐδη, τη σκηνοθέτησα και τη διασκεύασα για το θέατρο Χυτήριο το έτος 1999. Παίχτηκε με  μεγάλη επιτυχία για δυο χρόνια, έως το 2001. Και το  «Μονόλογο του βασιλιά Λεοπόλδου» του Μαρκ Τουαίην, για το πρόγραμμα  Μονόλογοι της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας του 2004. Δε μου είναι εύκολο να εντάσσομαι κάπου είτε στην τέχνη είτε στη ζωή. Σ’ ένα Κόμμα, σε μια κλίκα. Είμαι με το μοναχικό άτομο απέναντι σε μια κωδικοποιημένη κοινωνία. Και οι ανένταχτοι, φαίνεται, προκαλούν ένα είδος τρόμου.

  Μ.Σ. Υπάρχει η άποψη, που όλο και διευρύνεται, πως η αυτοβιογράφηση είναι αναπόφευκτη ή θα έλεγα αναπόδραστη για έναν δημιουργό, όπως είναι αυτοβιογραφούμενη, για παράδειγμα, η ζωγράφος Φρίντα Κάλο. Είναι κάτι που σε έχει επηρεάσει στα έργα σου;

Τ.Σ. Στις περιπτώσεις έντεχνης καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπου τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα, όσον αφορά τη μορφή, η αυτοβιογράφηση, όσο κι αν είναι συχνά το έναυσμα, δεν αποτελεί τον αυτοσκοπό. Αλλιώς δε θα είχαμε έργα πολύπλοκα ή πρωτότυπα στη μορφή. Θα γράφαμε τη ζωή μας, όπως η κ. τάδε παλαίμαχη ηθοποιός ή θα τη ζωγραφίζαμε, όπως ο κ. δείνα αυτόκλητος ζωγράφος. Πολλές φορές τα όρια ανάμεσα στην αυτοβιογραφία και την ετεροβιογραφία, όπως θα αποκαλούσα μια πιο  αντικειμενική, αν θέλετε, καταγραφή, είναι δυσδιάκριτα ακόμα και από τον ίδιο το δημιουργό. Εναπόκειται στον κριτικό ή τον αναλυτή του έργου να κάνει την τεκμηρίωση. Αυτό ισχύει για όλα μου τα έργα, ταινίες, βιβλία, παραστάσεις, ακόμα και για το τελευταίο μου μυθιστόρημα «Δελτίον ταυτότητος», Άγρα 2003, στο οποίο οι πειρασμοί της αυτοβιογραφίας είναι εμφανέστεροι.

 Μ.Σ.  Η αναγνώριση του ταλέντου σου με το κρατικό βραβείο στο έργο σου «Μετέωρο και Σκιά» ποιους δρόμους σού άνοιξε; Ήταν για σένα επιβεβαίωση ή κάτι περισσότερο;

Τ.Σ. Θα ήταν αστείο να περιμένει κανείς από ένα βραβείο να αναγνωρίσει ένα ευρύτερο έργο τέχνης. Είναι πολύ σκληρή η μάχη του με το χρόνο και με  την αγάπη των ανθρώπων, η οποία είναι ουσιαστικά το μεγάλο βραβείο, πολλών ή λίγων δεν πειράζει. Το κάθε έργο βρίσκει το κοινό που του αξίζει. Οι βραβεύσεις των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων είναι αποτελέσματα συγκυριών,  διαπλεκομένων διασυνδέσεων, πρόσκαιρης μόδας μιας εποχής και ενίοτε και αξιοκρατικές. Όταν είσαι τριαντάρης και ανυπόμονος να πάρεις μια θέση στην καλλιτεχνική οικογένεια, αναντίρρητα ένα βραβείο σού δίνει χαρά. 

(Φωτ: Τάκης Μόσχος,  βραβείο α΄ ανδρικού ρόλου στο "Μετέωρο και σκιά")
Με αυτό το πνεύμα το αναφέρω ακόμη στα βιογραφικά μου. Αργότερα, όσο η νεανική ματαιοδοξία υποχωρεί και ο θαυμασμός για τη ζωή αλλά και την τέχνη μειώνεται, θα πρέπει να είσαι αρκετά ρηχός για να συζητάς την οποιαδήποτε σπουδαιότητα ενός βραβείου. Στη δική μου περίπτωση το βραβείο ήταν ένα βεγγαλικό που έσβησε πολύ γρήγορα. Μου ’δωσε την εντύπωση ότι το σινάφι του κινηματογράφου θέλησε να ξεμπερδέψει στα γρήγορα μαζί μου: «Ε, τον βραβεύσαμε αυτόν, να του δώσουμε πάλι;»

 Μ.Σ. Είσαι γνωστός και για τις συγγραφικές σου επιδόσεις. Το δοκίμιό σου «Χαίρε Ναπολέων», εκδόσεις Άγρα είχε πολύ καλές κριτικές και το αναγνωστικό κοινό συνεχίζει να το ζητάει. Μας ξάφνιασες με τη μετακίνησή σου.

Τ.Σ. Από την πολύ νεαρή μου ηλικία, είχα την επιθυμία να γράψω ένα βιβλίο. Δεν ήξερα τι. Αόριστα αισθανόμουν ότι θα ήταν ένα βιβλίο για κάποιον άλλο ή, ακριβέστερα, αν αυτό ήταν ποτέ δυνατό, και για τον εαυτό μου μέσω κάποιου άλλου. Ο Ν. Λαπαθιώτης, ο ουαλδικός ποιητής, ήταν μια εξαιρετικά σύνθετη και περιπεπλεγμένη περίπτωση ανθρώπου και καλλιτέχνη. Η τέχνη του ήταν η ζωή του. Επιπλέον, είχε και υπολογίσιμο έργο. Το ποιητικό έργο,  βέβαια, δεν προσφέρεται εύκολα για τη μεταγραφή του στον κινηματογράφο ή στο θέατρο κ.λ.π.
Βρήκα, λοιπόν, μια και δεν ασχολήθηκα μ’ αυτό το έργο στην ταινία μου, ν’ ασχοληθώ μέσω του γραψίματος σ’ αυτό το εκτενές δοκίμιο. Αυτό αποτελούσε την αρχή, το ξεκίνημα  του εγχειρήματος της συγγραφής για μένα. Διότι στην πορεία μού ’δωσε χαρά η ανακάλυψη της λησμονημένης στη νεανική μου ηλικία πρωτεϊκής μου φύσης, τότε που, παιδί ακόμα, δεν ήξερα με ποιο είδος τέχνης θ΄ ασχοληθώ, όπως είπα και στην αρχή, με το γράψιμο ή με τον κινηματογράφο. Πέρα λοιπόν από το ότι το «Χαίρε Ναπολέων» ενώνει ομαλά το  ύστερο συγγραφικό με το πρότερο κινηματογραφικό μου έργο, μου δίνει το πέρασμά  μου στη συγγραφή  και με έναν επιπλέον και πιο ουσιαστικό τρόπο  από κάποιον που γενικώς και αορίστως συγγράφει και εκδίδει…
Το βιβλίο φωτίζει πλευρές του έργου του Ν. Λαπαθιώτη που η επίσημη κριτική τις είχε αγνοήσει, τον ενώνει ως δημιουργό με τις ανησυχίες τού σήμερα και γι’ αυτό βρίσκει ανταπόκριση και σε πολλούς νέους που μου τηλεφωνούν, καλλιτέχνες της εντελώς νεότερης γενιάς, μουσικούς κ.λ.π. αλλά και επιστήμονες - φιλολόγους που πριν από την ανάλυση αυτού του  βιβλίου ένιωθαν ελάχιστα αποζημιωμένοι από το λογοτεχνικό κατεστημένο για το κεφάλαιο Λαπαθιώτης. Γνωρίζω ότι στη βιβλιοθήκη  στο Σπουδαστήριο της Νεοελληνικής Φιλολογίας υπάρχει το βιβλίο μου.

Τέλος α΄ μέρους. Η συνέχεια αύριο...