Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Σπετσιώτη «Ω γλυκύ μου έαρ!


«Ίνα τελειωθεί η γραφή, λέγει διψώ. Σκεύος ουν έκειτο όξους μεστόν... Ότε ουν έλαβε το όξος ο Ιησούς είπε∙ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ!»

Γύρω στη 1 το μεσημέρι πάντα «μετά το καράβι», μαζευόμαστε στα σπίτια για το μεσημεριανό νηστίσιμο γεύμα. Σούπα με ρύζι και ντομάτα χωρίς λάδι, πατάτες νερό βραστες με αλατοπίπερο και ξύδι, σε ένδειξη σεβασμού προς το Θεό και αναγνώριση του μαρτυρίου Του, ψητό χταπόδι ή νερόβραστο με δύο ποτήρια καλό κρασί για τους μεγάλους και ένα «δαχτυλάκι» για τα παιδιά, παρ΄ όλο που δεν το επέτρεπε η παράδοση. Το φαγητό θα ήταν το ίδιο και την επομένη, το Μεγάλο Σάββατο, μέχρι τις 12 τα μεσάνυχτα. Τότε, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, «πεπλήρωται… ο της νηστείας αγών… τρόπαιον γαρ ο Σταυρός».
-Όλα τα Σάββατα του χρόνου τρώγεται το λάδι πλην του Μεγάλου Σαββάτου, έλεγε η μητέρα μου και συμπλήρωνε: «Καταραμένος ο λάρυγγας όστις εσθίει έλαιον το Μέγα Σάββατον!».
Τη Μεγάλη Παρασκευή δεν έπιαναν μαχαίρι, το ψωμί κοβόταν με το χέρι, γι’ αυτό προτιμούσαμε τα σταρένια παξιμάδια που τα «μουσκεύαμε» στο νερό για να μαλακώσουν. Τρώγαμε και ροκανίδια, δηλαδή μπαγιάτικο ψωμί που είχε μείνει, είχε ξεραθεί και δεν τρωγόταν. Το κόβαμε φέτες, το βάζαμε σε μεγάλα μπακιρένια ταψιά ή λαμαρίνες που τις παίρναμε από τους φούρνους και στη συνέχεια το ψήναμε. Έτσι δεν πετούσαμε από το ψωμί «τίποτε» γιατί, εκτός των άλλων, πιστεύαμε ότι το να πετάς ψωμί στα σκουπίδια είναι αμαρτία. Ωστόσο, μερικά παιδιά έβρισκαν ευκαιρία, καθώς οι γονείς έλειπαν ώρες πολλές στην εκκλησία, και στα κρυφά έτρωγαν από τα «φυλαγμένα» πασχαλινά κουλουράκια, που οι νοικοκυρές είχαν φτιάξει για το βράδυ της Ανάστασης από το πρωί της Μ. Πέμπτης, όπως είναι η συνήθεια.

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Σπετσιώτη «Ω γλυκύ μου έαρ! Η Μεγάλη Παρασκευή στην Ερμιόνη χθες και σήμερα»)
Η φωτογραφία απο το αρχείο του "Στέφου"