Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Ανάγκη για θαρραλέα βήματα

Καμία απολύτως κοινωνική ανάγκη δεν μπορεί να είναι υπέρτερη της ιστορικής αναγκαιότητας να επιβιώσει το έθνος

Σταύρος Τσουκαντάς, πρώην γεν. δ/ντής ΥΠΑΝ  imerisia

Πίστευα μέχρι πρότινος ότι η λέξη «ψωροκώσταινα» δεν αποτελούσε, ειδικά για τους ξένους, εύφημο μνεία για τη χώρα μας και ότι αντίθετα αποτελούσε έναν κακεντρεχή και ειρωνικό χαρακτηρισμό της. Και ακόμη δε γνώριζα καν την ύπαρξη της Πανωραίας Χατζηκώστα, μιας ιστορικής φυσιογνωμίας, τη διαδρομή της οποίας θα σας περιγράψω όσο πιο περιληπτικά μου επιτρέπει ο χώρος της παρούσης ανάλυσης.

Μετά τη σφαγή των ομογενών από τους Τούρκους κατά την αποτυχημένη επανάστασή τους το 1821 στην πόλη των Κυδωνιών, η μόνη που επέζησε από την πλούσια και αρχοντική οικογένειά της ήταν η Πανωραία Χατζηκώστα, η οποία κατέφυγε στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα της Ελλάδος εκείνη την εποχή. Έκτοτε, ποτέ δεν έχασε την έμφυτη αρχοντιά της και τον άδολο πατριωτισμό της, παρόλο που η γενικευμένη αθλιότητα την υποχρέωνε να ξενοπλένει και να δέχεται την ελεημοσύνη των συνανθρώπων της.

Η παράδοση αναφέρει ότι, παρά τη μεγάλη της φτώχεια, έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως και ανείπωτου θαυμασμού από την τοπική κοινωνία για την καλοσύνη, την ακατάπαυτη εργατικότητα και κυρίως τον πατριωτισμό της. Λέγεται λοιπόν ότι, όταν το 1826 έγινε στο Ναύπλιο έρανος για να βοηθήσουν οι Ναυπλιώτες (πεινασμένοι και εξαθλιωμένοι κι αυτοί) το χαροκαμένο Μεσολόγγι, η Χατζηκώσταινα, όπως την έλεγαν μέχρι τότε, έδωσε το ασημένιο δαχτυλίδι της και ένα γρόσι. Το γεγονός ξύπνησε τη συνείδηση των εξαθλιωμένων που παρακολουθούσαν τον έρανο και αναφώνησαν με θαυμασμό, ίσως και ειρωνεία: «Δέστε: η πλύστρα Ψωροκώσταινα προσέφερε τον οβολό της».

Κάθε φορά που η χώρα βυθίζεται στη φτώχεια και την παγκόσμια ανυποληψία,

 συνηθίζεται να την αποκαλούμε «ψωροκώσταινα». Μόνο που, όπως αποκαλύπτεται η ηρωική αυτή γυναίκα κατέπεσε στη φτώχεια χωρίς να χάσει την αξιοπρέπειά της, την αρχοντική της καταγωγή, τη φιλευσπλαχνία της και κυρίως τον μεγάλο πατριωτισμό της. Είναι λοιπόν ατυχής ο συσχετισμός της κρατικής φτώχειας με το μεγαλείο που έκρυβε η σπουδαία αυτή γυναίκα, καθώς και ο παραλληλισμός της ξεπεσμένης κάθε φορά πατρίδας μας με την τάχα ψωριάρα (δηλαδή ψηλομύτα ή ψωροπερήφανη) Χατζηκώσταινα.
Ο αφανισμός ενός έθνους δεν γίνεται γιατί κόβεται ο 13ος και 14ος μισθός των δημοσίων υπαλλήλων και η σύνταξη της μεγαλοκοπέλας που δεν παντρεύτηκε επίσημα για να μη χάσει την παχυλή σύνταξη του μακαρίτη πατέρα της. Ο αφανισμός και η οικονομική υποδούλωση μιας χώρας στους ισχυρούς είναι η μοιραία κατάληξή της όταν εξαθλιωμένη από τη φτώχεια της χάνει τη δύναμη της αυτοσυντήρησης και βγαίνει στη «ζήτα», υποχρεωμένη εκ των πραγμάτων να εγκαταλείψει περηφάνια και πατριωτισμό. Η Χατζηκώσταινα ήτανε πατριώτισσα, χωρίς να χάσει την περηφάνια της.

Υπό τις παρούσες συνθήκες είναι εκτός πραγματικότητας οι σειρήνες περήφανων τάχα πατριωτών που πιστεύουν ότι το κράτος αθετεί τους κανόνες της δικαιοσύνης και της συνταγματικής τάξεως, και οι οποίοι, τσάμπα μάγκες και πατριώτες, δεν λαμβάνουν υπόψη τους ότι ένα διαλυμένο κράτος προ της κοινωνικής και οικονομικής του κατάρρευσης δεν έχει άλλη επιλογή από το να δείξει μεγαλοθυμία και να στραφεί έστω σε απείθαρχους και φοροδιαφεύγοντες πολίτες να προσέλθουν σε τακτοποίηση των οφειλών τους, την οποία έχει μεγάλη ανάγκη το κράτος για να επιβιώσει. Είναι ψωροπερήφανη και ψωροπατριωτική τακτική να παραβλέπεις ότι είσαι στο χείλος του γκρεμού και μόνο ένα θαρραλέο βήμα πίσω μπορεί να σε σώσει.
Πιστεύω, τέλος, ότι καμία απολύτως κοινωνική ανάγκη δεν μπορεί να είναι υπέρτερη της ιστορικής αναγκαιότητας να επιβιώσει το έθνος. Και ακόμη ότι, χωρίς να διαφωνώ με τη βασική εκτίμηση ότι το κράτος όσες ανάγκες και να έχει πρέπει να είναι ασυμβίβαστο με τους πολίτες που παραβιάζουν μονίμως τους νόμους, θεωρώ ότι αυτή την κρίσιμη για το έθνος μας στιγμή προέχει παντός άλλου η σωτηρία της πατρίδος και η συμμόρφωση όσων παρέλειψαν να ανταποκριθούν όχι μόνο στις φορολογικές τους υποχρεώσεις αλλά και στη θεμελιώδη επιταγή της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος: «Οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους